Επιμέλεια: Αριστείδης Αθανασιάδης-Σισμάνης
asismanis@aol.com
Οι αναμνήσεις του Γ. Αθανασιάδη-Νόβα από την εποχή της ενασχόλησής του με τη δημοσιογραφία βρέθηκαν σε χειρόγραφά του πολλά χρόνια μετά το θάνατό του και δεν έχουν δημοσιευθεί κάπου αλλού. Τα γραμμένα σε πολυτονικό κείμενα έχουν δακτυλογραφεί σε μονοτονικό. Η ιστοσελίδα δυστυχώς δεν επέτρεψε τη χρήση των Ελληνικών εισαγωγικών συμβόλων στους διαλόγους.
Η δημοσιογραφία, ήταν η πρώτη του επαγγελματική δραστηριότητα, κάτι που είναι ελάχιστα γνωστό στο ευρύτερο κοινό λόγω του ότι επισκιάσθηκε από τη μετέπειτα σταδιοδρομία του στην πολιτική και τη λογοτεχνία . Συγκεκριμένα εργάσθηκε ως δημοσιογράφος για πολλά χρόνια και υπήρξε συντάκτης των εφημερίδων Ακρόπολις και Πολιτεία, όπως και συνεκδότης (1933-1936) της εφημερίδας Νέος Κόσμος. Ήταν δε ιδρυτικό μέλος της Ενώσεως Συντακτών Αθηνών και το1926 διετέλεσε αντιπρόεδρός της. Το καλοκαίρι του 1921 βρέθηκε στη Μικρά Ασία ως πολεμικός ανταποκριτής των Αθηναϊκών εφημερίδων «Πολιτείας» και «Αθηναϊκής» και αργότερα του Σμυρναϊκής εφημερίδας «Θάρρος», ακολουθώντας τον Ελληνικό Στρατό μέχρι και πέρα του Σαγγαρίου ποταμού.
Η γνωριμία του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο είναι πολύ περιγραφική, γραμμένη με χιούμορ και εντυπωσιασμό για το “βαθυτάραχτο μάθημα σεβασμού της αλήθειας, της ακρίβειας και της δημοσιογραφικής ενημερώσεως”. Αξιόλογη είναι η αναφορά του στον Αριστείδη Στεργιάδη κατά την επίσκεψή τους στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1912. Πολύ θετικά αναφέρεται στον Νικόλαο Στράτο τον οποίο γνώριζε καλά. Η εκτέλεσή του είναι γι’ αυτόν ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα της ζωής του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι συνομιλίες του με τον αρχιστράτηγο της Μικρασιατικής εκστρατείας Αναστάσιο Παπούλα. Ειδικότερα στην Κιουτάχεια, στις 15 Ιουλίου 1921, αμέσως μετά το στρατιωτικό συμβούλιο υπό την προεδρία του βασιλιά Κωνσταντίνου όπου πάρθηκε η απόφαση για την προέλαση προς το Σαγγάριο και την Άγκυρα, ο Παπούλας εκμυστηρεύεται στον νεαρό Γ. Αθανασιάδη-Νόβα ότι συμφώνησε όταν κατάλαβε ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν σύμφωνος με αυτή την τραγική απόφαση. Στην ίδια συνομιλία αναφέρεται στην ανυπακοή του πρίγκηπα Ανδρέα (να μην επιτεθεί στις τουρκικές δυνάμεις και να υποχωρήσει στο Σίβρι), όπως και στο τρόπο που έστελνε τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο στην Αθήνα. Επίσης, η σύντομη γνωριμία του με τον πρίγκιπα Γεώργιο υπό τις δύσκολες συνθήκες της εκστρατείας είναι ενδιαφέρουσα.
Όλες οι ανταποκρίσεις του Γ. Αθανασιάδη -Νόβα είναι διαθέσιμες σε αυτό το website υπό το τίτλο “Εκστρατεία Σαγγαρίου” .
Γνωριμία με Ελευθέριο Βενιζέλο
Επειδή στις Αναμνήσεις μου δεν αναφέρω παρά περιστατικά, των οποίων υπήρξα αυτόπτης ή αυτήκοος μάρτυς, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια να τα αναπολήσω με ακρίβεια και να μην παραλείψω τίποτε το ουσιαστικό.
Μια από τις πρώτες ανεξίτηλες εντυπώσεις της δημοσιογραφικής ζωής, σχετιζόμενη με την πρώτη προσωπική μου επαφή με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, είναι η εξής:
Αρχές του Γενάρη 1912 είχαν σημειωθεί καταστρεπτικοί σεισμοί στην Ζάκυνθο, την Κεφαλληνία, την Ιθάκη, που έγιναν αισθητοί σε όλα τα Επτάνησα, την Πελοπόννησο και την Αιτωλοακαρνανία ακόμη. Αρχάριος, τότε, συντάκτης της ‘’Ακροπόλεως’’, επιφορτισμένος με το ρεπορτάζ του Υπουργείου Εσωτερικών, τακτικός, όπως νομίζω ότι ήμουν, στην εργασία μου, πέρασα αργά το βράδυ από το Υπουργείο Εσωτερικών. Αισθανόμουν κρυφή ικανοποίηση ότι έβλεπα τόσο άνετα κάθε μέρα διευθυντές περιωπής της εποχής εκείνης, όπως ο Ν. Χωματιανός, ο Περ. Μαζαράκης, ο Χρήστος Οικονομόπουλος. Είδα τους δύο πρώτους και μου ανακοίνωσαν τότε τους σεισμούς με θύματα ανθρώπινα, μη εξακριβωμένα ακόμη και μεγάλης εκτάσεως κατάρρευση σε οικήματα. Ζήτησα να δω τον Υπουργό Ρέπουλη, αλλά με πληροφόρησαν ότι απουσίαζε σε συνεργασία με τον Πρωθυπουργό Βενιζέλο. Τα γραφεία της ‘’Ακροπόλεως’’ ήταν ακριβώς απέναντι από το Υπουργείο στον κήπο του Κλαυθμώνος. Έδραμα να μεταφέρω την είδηση στον ίδιο τον Βλάση Γαβριηλίδη, που την εκτίμησε περισσότερο από την δική μου ασχημάτιστη ακόμα δημοσιογραφική εμπειρία, δίνοντάς μου την εντολή να ετοιμάσω αμέσως έκτακτο παράρτημα. Πράγματι, σε λίγη σχετικά ώρα την οδό Σταδίου αναστάτωνε εξόρμηση των εφημεριδοπωλών με την κραυγή: “Μεγάλοι σεισμοί στη Ζάκυνθο και την Κεφαλληνία! Παράρτημα ‘’Ακροπόλεως”!
Αργότερα με κάλεσε ο Γαβριηλίδης στο γραφείο του και μου είπε να επισκεφτώ εκ μέρους του στο σπίτι του τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και να τον ρωτήσω για τα ληφθέντα κυβερνητικά μέτρα. Εντολή βαριά για μένα, όσο και τιμητική, γιατί δεν είχα ακόμα επικοινωνήσει με υψηλές προσωπικότητες. Ο Βενιζέλος κατοικούσε τότε στην οδό Νίκης και Απόλλωνος. Δήλωσα την ταυτότητά μου στη φρουρά και σε λίγο μου επέτρεψαν ν’ ανέβω. Η είσοδος ήταν από την οδό Απόλλωνος και είχε εξωτερική πέτρινη σκάλα. Όταν ανέβηκα, με υποδέχτηκε ο Κλέαρχος Μαρκαντωνάκης και μου είπε να περάσω στην τραπεζαρία, όπου θα ερχόταν σε λίγο και ο Πρόεδρος. Περνώντας στο διάδρομο, είδα χωρίς να θέλω μια ανοιχτή προς τα δεξιά πόρτα και στο φωτισμένο δωμάτιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο να διαβάζει εφημερίδα, καθισμένος πλάι στο κρεβάτι του ασθενούς υιού του Σοφοκλή, μαθητή τότε, της Σχολής Ευελπίδων, που επίσης διάβαζε ξαπλωμένος ένα βιβλίο. Την οικογενειακή αυτή σκηνή, που αποτελούσε την πρώτη μου γνωριμία με την οικογένεια Βενιζέλου, διατηρώ ζωηρά εντυπωμένη στην οπτική μου μνήμη.
Σε λίγο ο Πρόεδρος εισόρμησε στην τραπεζαρία με το ταχύ, λικνιστικό βημάτισμά του, με δέχτηκε πολύ φιλόφρονα και μου ανακοίνωσε λεπτομερειακά όλα τα μέτρα που είχε λάβει, εν συνεννοήσει με τον Υπουργό Εσωτερικών Ρέπουλη, υπέρ ων σεισμόπληκτων. Συγκεκριμένα μου είπε ότι είχε διαταχθεί η αποστολή ορισμένου αριθμού σκηνών και μου προσδιόρισε την περιεκτικότητα εκάστης σε άτομα. Τερμάτισε με πολλούς εγκάρδιους χαιρετισμούς για τον Βλάση Γαβριηλίδη. Περιχαρής για ην επιτυχία της αποστολής μου, γύρισα στο γραφείο και συμπλήρωσα το ρεπορτάζ που καθώς αποδείχτηκε την άλλη μέρα ήταν το πληρέστερο απ’ όλα.
Αλλά ένα μήνυμα του Μαρκαντωνάκη με προσκάλεσε το επόμενο βράδυ πάλι στο σπίτι του Βενιζέλου: ‘’σας θέλει ο Πρόεδρος’’ μου είπε. Έσπευσα στην οδό Νίκης, αρκετά κολακευμένος για την τιμή και ανήσυχος συνάμα μήπως είχα διαπράξει καμία ανακρίβεια. Ανακρίβεια όμως είχε διαπράξει ο Βενιζέλος! Μου είχε μεταδώσει την προτεραία ανακριβή αριθμό της περιεκτικότητας σε άτομα των στρατιωτικών σκηνών που είχαν σταλεί. Ήταν δε ο ίδιος Υπουργός των Στρατιωτικών. Με άφησε κατάπληκτο η κρίση συνειδήσεως που έδειξε για τη μικρή ανακρίβεια. ‘’Σας είπα ψόμματα χθες’’ μου είπε κρητικιστί, ‘’και δε θέλω να με παρεξηγήσει ο κύριος Γαβριηλίδης. Η ακρίβεια είναι ότι κάθε σκηνή δύναται να περιλάβει 20 άτομα. Παρακαλώ να το επανορθώσετε’’.
Υπήρξε για το νεαρό εμένα ένα βαθυτάραχτο μάθημα σεβασμού της αλήθειας, της ακρίβειας και της δημοσιογραφικής ενημερώσεως. Έφυγα επαναλαμβάνοντας, χωρίς να το θέλω στο δρόμο: ‘’Σας είπα ψόμματα. Σας είπα ψόμματα’’.
Γνωριμία με Αριστείδη Στεργιάδη
Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1912, που αναγγέλθηκε η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό, ‘’φρενίτις ενθουσιασμού’’ είχε καταλάβει απ’ άκρη σ’ άκρη την Αθήνα. Πλήθη λαού κυκλοφορούσαν έξαλλα στους δρόμους και προστρέχανε στους Ναούς, όπου ψάλλονταν δοξολογίες, σε μια απερίγραπτη ατμόσφαιρα εξάρσεως του πατριωτικού και θρησκευτικού φρονήματος. Περιήλθα πολλούς ναούς και συγκόμιζα άφθονες εντυπώσεις από το δίκαιο εκείνο εθνικό παραλήρημα. Ανέβηκα στο γραφείο μου και άρχισα να τις εκχύνω χειμαρρωδώς στο δημοσιογραφικό χαρτί, όταν με κάλεσε ο Γαβριηλίδης στο δικό του γραφείο. Ήταν στο έπακρο περιχαρής και με ρώτησε:
- Τι κάνει απόψε ένας καλός δημοσιογράφος;
- Προσπαθώ να περιγράψω κύριε Διευθυντά, την απερίγραπτα ενθουσιώδη χαρά του κόσμου.
- Καλώς. Και αύριο;
Διαλογιζόμουν να βρω κατάλληλη απάντηση, αλλά ο Γαβριηλίδης με πρόλαβε:
- Το καθήκον του καλού δημοσιογράφου είναι να πάει αύριο στη Θεσσαλονίκη.
- Βεβαίως κύριε Διευθυντά.
Αριστερά πλάι στο γραφείο καθόταν ένας άγνωστός μου σοβαρός κύριος με χρυσά γυαλιά και πολύ αξιοπρεπή εμφάνισι. Διέκοψε και είπε:
- Είμαι σε θέση να σας πληροφορήσω ότι δεν θα επιτραπεί ακόμη η μετάβαση δημοσιογράφων στη Θεσσαλονίκη, διότι θεωρείται πρώτη γραμμή του πυρός.
Γαβριηλίδης: ‘’ Και ο κ. Νομικός Σύμβουλος του Γεν. Διοικητού Μακεδονίας δεν θα πάρει μαζί του ιδιαίτερο γραμματέα; Σας παρουσιάζω τον κ. Αθανασιάδη, πολύ κατάλληλο να σας συνοδεύσει.’’
Και στρεφόμενος προς εμένα:
- Γνωρίζετε τον κ. Στεργιάδη;
Ο άγνωστος κύριος ήτο ο Αριστείδης Στεργιάδης, τοποθετηθείς από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως Νομικός Σύμβουλος του Γενικού Διοικητού Κωνσταντίνου Ρακτιβάν, με την δικαιολογίας ότι ήτο κάτοχος της Τουρκικής Νομοθεσίας, λόγω της δικηγορίας του εις τα Χανιά της Κρήτης. (Στην πραγματικότητα , νομίζω δια να τονώνει εις ενδεχομένας περιπτώσεις τον ασθενούς χαρακτήρος έγκριτον Μακεδόνα νομομαθή Ρακτιβάν, ιδίως εις την εξέλιξιν των σχέσεών του με τον διορισθέντα ήδη, υπό του Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, Στρατιωτικό Διοικητή Θεσσαλονίκης Πρίγκηπα Νικόλαο…)
Στεργιάδης: (με την αποδειχθείσα τότε τολμηρότητα και ταχύτητα αποφάσεως): ‘’Περάστε κ. Αθανασιάδη αύριο το πρωί από το σπίτι της αδελφής μου κας Μαγγίνα, οδός Πινδάρου 11. Θα κατεβούμε μαζί στον Πειραιά και πιστεύω ότι θα μπορέσω να σας επιβιβάσω στο πλοίο.’’
Ο Γαβριηλίδης τον ευχαρίστησε κι εγώ, πλημμυρισμένος από ανεκλάλητη χαρά, ωσάν να επρόκειτο να κατακτήσω εκ δευτέρου τη Θεσσαλονίκη με την πέννα μου, έσπευδα να ετοιμαστώ.
Γαβριηλίδης: (μεγαλοπρεπώς όπως πάντοτε): ‘’Πέστε εκ μέρους μου στον κ. Αλεξανδρίδη να σας εφοδιάσει.’’
Αλεξανδρίδης ήταν ο ταμίας της εφημερίδος, ο οποίος σπανίως ήτο σε θέση να μας εφοδιάζει ακόμη και με τον κανονικό μας μισθό… Όταν του το είπα, άνοιξε το συρτάρι του, που ήταν, ως συνήθως άδειο και αναποδογύρισε τις τσέπες του γιλέκου του, για να μου δείξει ότι η ένδεια ήταν καθολική. Επήγε να συνεννοηθεί με τον Διευθυντή και όταν βγήκε μου είπε ότι θα πήγαινε στο σπίτι του να δει αν θα κατάφερνε να φέρει κάποιο ποσόν από τις οικονομίες της γυναίκας του! Όταν γύρισε μου ενεχυρίασε 90 δραχμές από το συζυγικό κεμέρι!… Αλλά που υπολόγιζα εγώ εκείνη τη στιγμή το οικονομικό μέρος της υποθέσεως, όταν το ηθικό είχε τέτοια και τόση απροσμέτρητη έκταση…
Μπήκα χαρούμενος στο γραφείο του αρχισυντάκτη μου Θεοδώρου Συναδινού και του ανήγγειλα την μεγάλη είδηση.
- Δεν είναι καλά! Αναφώνησε. Που σε στέλνει βρε παιδί μου;! Και χρήματα;
- Φέρνει από το σπίτι του ο κ. Αλεξανδρίδης.
- Κατάλαβα… Και θα πας;
- Ε βέβαια θα πάω (Που να μαρτυρήσω πως ήμουν ακόμα με ελαφρά μισοκαλοκαιρινά ρούχα και χωρίς παλτό για το χειμώνα!..
Συναδινός: (προς παριστάμενο εις το γραφείο του άγνωστο μου, επίσης, ξανθό κύριο με επίσης χρυσά κατά σύμπτωση γυαλιά): ‘’Καλά που θα είσαι κι εσύ εκεί Γιώργη. Σε παρακαλώ να το έχεις υπό την προστασία σου το παιδί.’’
- Ότι θέλεις θα έρχεσαι στο Λιμεναρχείο σ’ εμένα!
Ήταν ο διορισθείς στη θέση του Λιμενάρχου Θεσσαλονίκης Γεώργιος Σακκαλής.
Που με κρατούσε κανείς πια εμένα! Δεν είμαι βέβαιος αν κοιμήθηκα καθόλου όλη τη νύχτα. Ο Πίνδαρος και αι Ωδαί του, ή μάλλον την ώρα εκείνη η οδός του, περιδινούσαν την ανυπόμονη σκέψη μου. Βρέθηκα φυσικά, λίαν εγκαίρως στο σπίτι της κας Μαγγίνα, κρατώντας ένα ταξιδιωτικό βαλιτσάκι, που δεν θυμάμαι αν είχα θυμηθεί να βάλω τίποτε μέσα. Κατεβήκαμε στο δρόμο και για πρώτη φορά στη ζωή μου μπήκα σε αυτοκίνητο, γεμίζοντας αριστερά τη θέση του υποθετικού ιδιαιτέρου γραμματέως.
Πλευρισμένο σε μια στρατιωτική προβλήτα του Πειραιώς ανάμενε το επιταγμένο και επανδρωμένο από το Β. Ναυτικό εύδρομο ‘’Αρκαδία’’, με κυβερνήτη αν θυμάμαι καλά τον πλοίαρχο του Β.Ν. Λάμπρου. Ακολουθώντας στενά-στενά, σχεδόν πιασμένος από το σακάκι του, το Στεργιάδη, έφθασα ως τη σκάλα του οπλιταγωγού και ανέβηκα μαζί του. Στην κορυφή της σκάλας, ένοπλος ναύτης, κρατώντας κατάλογο όσων έμελλε να επιβιβασθούν, έκαμε τον έλεγχο. Ο Στεργιάδης έδειξε τα χαρτιά του και πέρασε. Έδραμα κοντά κι εγώ
- ‘’Ο Κύριος;‘’ Ρώτησε ο ναύτης.
Στεργιάδης: ‘’ Είναι ο γραμματεύς μου, ο κ. Αθανασιάδης.’’
Ναύτης: ‘’Είναι γραμμένος στον κατάλογο;’’
Στεργιάδης: ‘’Βεβαίως, τον συμπληρωματικό.’’
Στο αναμεταξύ, άλλοι προσερχόμενοι πίεζαν το ναύτη-φρουρό κι εγώ βρέθηκα στο μεγάλο σαλόνι του ‘’Αρκαδία’’, όπου υπέβαλα τα σέβη μου, με ύφος κατωτέρου υπαλλήλου, στον Υπουργό Ρακτιβάν. Μόλις διέκρινα, μεταξύ των άλλων ανωτέρων υπαλλήλων το γνωστό μου Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ματθαίο Ραζή, που πήγαινε ν’ αναλάβει τη Διεύθυνση των Οικονομικών Υπηρεσιών της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, προσκολλήθηκα σ’ αυτόν και πιάσαμε κουβέντα. (Είχε υπηρετήσει στη Ναύπακτο ως Οικονομικός Έφορος και συνδεόμαστε πολύ στενά οικογενειακώς. Επρόκειτο περί αρίστου υπαλλήλου και εξαίρετου ανθρώπου, πραγματικά ανωτέρου ήθους. Χαίρω που μου δίδεται η ευκαιρία να κάμω την οφειλόμενη αυτή μαρτυρία σαν ένα μνημόσυνο μιας σεμνής και αθόρυβης φυσιογνωμίας, που στάθηκε τύπος και υπογραμμός δημοσίου υπαλλήλου και κοινωνικού ανθρώπου.)
Συνάντησα σε λίγο στο βαπόρι και το Λιμενάρχη Σακκαλή, που με ρώτησε με ενδιαφέρον αν τακτοποιήθηκα. Όλες αυτές οι τακτοποιήσεις κλπ. κλπ. ήταν για μένα πολύ δευτερεύοντα ζητήματα. Η ψυχή μου, η καρδιά μου κι ο νους μου βρισκόταν ήδη στη Θεσσαλονίκη κι αποθαύμαζαν το Λευκό Πύργο, που τον είχαμε όλοι μπρος στα μάτια μας σαν σύμβολο της Μακεδονικής Πρωτεύουσας.
Εντύπωση μου είχε κάνει η επιβίβαση στην ‘’Αρκαδία’’ μιας διλοχίας της Κρητικής Χωροφυλακής, στην οποία είχε ανατεθεί η Αστυνομική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης. Η Κρητική Χωροφυλακή ήταν, τότε, οργανωμένη πολύ καλύτερα από τη δική μας της Παλαιάς Ελλάδος και τη φήμη της επιβεβαίωνε την στιγμή εκείνη το ωραίο παράστημα και η αυστηρά πειθαρχημένη παρουσία των ανδρών της.
Αποπλεύσαμε λίγο μετά το μεσημέρι και τη μεθεπόμενη πρωί-πρωί βρεθήκαμε στο Θερμαϊκό κόλπο, προσορμισμένοι κατά την περιοχή Λιτόχωρου, όπου ήταν αγκυροβολημένα και πολλά άλλα σκάφη, όπως η θαλαμηγός ‘’Σφακτηρία’’, με υψωμένο το βασιλικό σήμα γιατί επέβαινε η Βασίλισσα ‘Όλγα, το υπερωκεάνειο ‘’Κωνσταντινούπολις’’, πλωτά νοσοκομεία κλπ.
Κατά τη διάρκεια του διάπλου ο καιρός ήταν αρκετά καλός και έτσι απολαύσαμε στις γαλανές μας θάλασσες την ένδοξο άνοδο προς την Μεγάλη Ελλάδα. Ο Στεργιάδης ήταν τύπος μονήρης, αποτραβηγμένος όσο μπορούσε στον εαυτό του, αποφεύγοντας τις πολλές σχέσεις και συναναστροφές. Νομίζονταν κατά κανόνα και λιγόλογος. Αλλά πολλές φορές στο στενό του περιβάλλον ήταν πολύ ομιλητικός, φτάνοντας και σε μακρούς μονολόγους. Περιπατούσε μόνος του στο κατάστρωμα και ποτέ δεν τον είδα με άλλη συντροφιά εκτός από τον ιδιαίτερο γραμματέα του. Βέβαιος ότι δεν τον ενοχλούσα, πήγαινα μαζί του και του έθετα διάφορες ερωτήσεις, με τη διψασμένη περιέργεια του νέου που βρίσκει μοναδική ευκαιρία να λάβει φως από μια αναδειγμένη προσωπικότητα. Γιατί στο αναμεταξύ είχα ακούσει πολλούς ψιθύρους των άλλων συνεπιβατών για τις εξαιρετικές ικανότητες του διαπρεπούς αυτού νομομαθούς, που ήταν έμπιστος φίλος του Βενιζέλου.
Διαπλεόντας το Βόρειο Αιγαίο κι έπειτα τον Θερμαϊκό, είχαμε όλη την ευχέρεια να μιλήσομε περί παντός του επιστητού. Προκαλούσα, φυσικά, σχεδόν πάντοτε εγώ. Κατείχε γενική μόρφωση ευρεία και μου απαντούσε πολύ πρόθυμα για να μου κεντρίζει ακόμα περισσότερο τη δίψα. Σε ορισμένα μεγάλα θέματα είχε παράξενες αντιλήψεις, στις οποίες δεν μπορούσα να προχωρήσω. Π.χ., κάποια στιγμή μου είπε ότι δεν μπόρεσε ποτέ ν’ αναγνωρίσει την αξία της στιχουργίας και μάλιστα της ρίμας. Του φαινόταν λίγο κωμικό που καταγίνονται άνθρωποι να μαστορεύουν τις λέξεις και να πλάθουν στίχους και ηχηρές ομοιοκαταληξίες. Είχα μείνει κατάπληκτος, γιατί πρώτη φορά άκουγα από άνθρωπο περιωπής και μάλιστα Κρητικό, που έχουν τον στίχο και τη ρίμα στο αίμα τους, τόσο αυστηρό αφορισμό εις βάρος της τέχνης του λόγου. Και που να ήξερε ο Στεργιάδης ότι έκανε αυτή την αντιστιχουργική κατήχηση σε νεαρό…κρυπτοποιητή, που, αν κ’ είχε πάψει να δημοσιεύει στίχους την εποχή εκείνη, δεν έπαψε ποτέ να έχει σα μεγαλύτερη φιλοδοξία του το πως θα γράψει μια μέρα όσον το δυνατόν καλύτερους. Σκέφτηκα προς στιγμής να διατυπώσω τη διαφωνία μου και να ζητήσω πληρέστερες διευκρινίσεις. Ομολογώ ότι δεν το έκανα, διότι η μεν δική μου άποψη δεν είχε κλονισθεί, η δε άποψη του σεβαστού μου συνομιλητή μου φάνηκε ότι δεν στηριζόταν ούτε καν στα κύματα του Θερμαϊκού…
Ο Γαβριηλίδης από αρκετό καιρό δεν ήταν πια υποστηρικτής του Βενιζέλου. Η ‘’Ακρόπολις’’ (ο αείμνηστος Ευρυτάνας Σοφοκλής Φαρμακίδης-πνεύμα οξύ, ευρύ, αποδεσμευμένο ήταν ο αρθρογράφος όταν απουσίαζε ή δεν έγραφε ο Γαβριηλίδης) είχε δημοσιεύσει σειράν άρθρων, που εξέφραζαν μεγάλους φόβους όχι για την στρατιωτική έκβαση του πολέμου κατά της Τουρκίας αλλά για την πολιτική κάρπωσι. Υποστήριζε ότι υπήρξε παράτολμος η είσοδος του Βενιζέλου στη Βαλκανική Συμμαχία και στον πόλεμο κατά της Τουρκίας, χωρίς ορισμένες εκ των προτέρων εγγυήσεις , που θα εξασφάλιζαν την εδαφική επέκταση της Ελλάδος και την απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών. Σε πρόσφατο τις μέρες εκείνες άρθρο με τον τίτλο ‘’Τα Καμβούνια Όρη’’, εκφράζονταν φόβοι ότι από τας νικηφόρους πολεμικές μας επιχειρήσεις η Ελλάς θα έφθανε μόνον έως τα προαναφερθέντα όρη της Νοτίου Μακεδονίας. Επειδή η οικογένειά μου ανήκε στην αντιβενιζελική παράταξη (ο αδελφός της μητέρας μου Περικλής Σισμάνης ήταν τότε Βουλευτής, φίλος-από Τρικουπική παράδοση-του Γ. Θεοτόκη), εγώ όμως προσωπικά, είχα σαν νέος, επηρεασθεί από το ιδεολογικό ρεύμα της ανανεώσεως του 1909 και από την εντυπωσιακή άνοδο του Βενιζέλου στην Αρχή. Νόμιζα πως βρήκα την κατάλληλη ευκαιρία να διαλύσω τους απωθημένους μεν αλλά πάντοτε υπάρχοντας δισταγμούς μου και να διαφωτισθώ πληρέστερα για την πολιτική αξία του Βενιζέλου. Ρώτησα, προς τούτο κάποια στιγμή, καθώς περπατούσαμε στο κατάστρωμα της ‘’Αρκαδίας’’, με απλό και ειλικρινές ύφος:
- ‘’Κύριε Στεργιάδη, να τολμήσω να σας κάμω μια ερώτηση; Σεις είσθε σε θέση να κρίνετε καλύτερα από κάθε άλλον. Έχει πράγματι μεγάλης αξίαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος;’’
Σταμάτησε, σκέφτηκε λίγο και μου είπε, ενώ τον κοίταζα στα μάτια, που έλαμπαν κάτω απ’ τα γυαλιά:
- ‘’Παιδί μου, θα σου πω μόνον αυτό: Ο Βενιζέλος έχει άστρο, έχει μεγάλο άστρο!…’’
Άστρο;! έμεινα εμβρόντητος γιατί δεν περίμενα από τον άνθρωπο που με τόσο ωμό ρεαλισμό είχε αρνηθεί την αξία της ποιητικής εκφράσεως, να μου απαντήσει τόσο μεταφυσικά μ’ έναν τρόπο που ήθελε να πει, πως κι αν υπάρχουν , τυχόν αντιρρήσεις για την πολιτική αξία του Βενιζέλου, καμία αμφιβολία δεν χωρεί εις το ότι κρατούσε στα χέρια του το μεγάλο λαχείο της Τύχης. Πάντως, μου άφησε βαθιά εντύπωση η γνώμη του εκείνη. Κι όταν το άστρο του Βενιζέλου ανέβαινε, πράγματι, συνεχώς, εγώ το προσατένιζα πάντοτε με τα χρυσά γυαλιά του Στεργιάδη…
Ένα νόστιμο επεισόδιο επήλθε δια να θέση τέρμα σ’ αυτούς τους περιπατητικούς διαλόγους: Αφού δεν μπόρεσε ο Στεργιάδης να μου σηκώσει αρκετά τα μυαλά, μου σήκωσε ο σφοδρός άνεμος του Θερμαϊκού το καπέλο. Και τι καπέλο!. Το είχα διαμορφώσει μόνος μου…ποιητικά! Το φέλτρο, σχήμα πεταλούδας, ήταν χρώμα ανθρακίτη, με λεπτό ακραίο λευκό τρίχωμα. Στη θέση της κορδέλας είχα δέσει ένα φουλάρι στο ίδιο χρώμα με λευκά πουά. Στο αριστερό πλάι ήταν δεμένος καλλιτεχνικός φιόγκος. Όπου για μια στιγμή, τα βλέπω όλ’ αυτά να ασπάζονται για λίγο το κατάστρωμα και ταχύτατα να υψώνονται στον αέρα για να καταπέσουν σε λίγο στα κύματα του Θερμαϊκού. Στάθηκα και το αποχαιρέτησα, καθώς το απομάκρυναν οι αφροί , με συντριβή καρδίας! Αλλά τι θα γίνει τώρα με το κεφάλι, που κρύωνε, ωσάν να συμπλήρωνε του όλου μου σώματος την…..ευκρασία, διότι ήμουν πολύ ελαφρά οπλισμένος…..πελταστής, χωρίς παλτό και με ντεμισαιζόν κοστούμι!. Ο Στεργιάδης εκτίμησε την κωμική τραγικότητα της καταστάσεως και έσπευσε να μου πει:
- ‘’νομίζω ότι η αδελφή μου είχε βάλει κι άλλο ένα κασκέτο στη βαλίτσα. Ας κατεβούμε μια στιγμή στην καμπίνα να κοιτάξω.’’
Πραγματικά, βρέθηκε στη βαλίτσα το δεύτερο κασκέτο, μου το πρόσφερε, κι έτσι διατήρησα κάπως τη θερμότητα του κρανίου μου, έστω και με Στεργιακή επικάλυψη…
Εκλογές 1920, Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος
Νομίζω ότι αξίζει ν’ αναφέρω κάτι σχετικό με την ανάληψη της Πρωθυπουργίας από τον Δ. Γούναρη μετά τις εκλογές του 1920. Μου το έχει διηγηθεί σε συγγενικό μας σπίτι ο αείμνηστος Μίμης Ανδρικόπουλος Μπουκαούρης, πρώην βουλευτής και δήμαρχος τότε, Πατρών.
Ήσαν συγκεντρωμένοι οι εξ απορρήτων επιτελείς του Γούναρη στο σπίτι (αν θυμάμαι καλά στο σημείο αυτό) του επ’ αδελφή γαμπρού του φαρμακοποιού Κανέλλου Κανελλόπουλου, πατρός του Προέδρου Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Κλεισμένοι στην τραπεζαρία, συζητούσαν το σχηματισμό της μετεκλογικής κυβερνήσεως. Έφθασε ο Μπουκαούρης από τας Πάτρας και τον δέχτηκαν στο στενό τους κύκλο. Εκτός των πολιτικών προσωπικοτήτων (Χ. Βοζίκης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Π. Τσαλδάρης, Ι, Ράλλης κλπ.) παρευρίσκοντο και οι Κανέλλος Κανελλόπουλος και Θάνος Λιδωρίκης (ο αρθρογράφος της επαναστάσεως του 1909 στο ‘’Χρόνο’’ του Κωστή Χαιρόπουλου. ‘’Ανάγκη Ειλικρίνειας’’ και κατόπιν Αρχηγός της Επιμελητείας του Στρατού). Ο Μπουκαούρης βρέθηκε απροόπτως σε ατμόσφαιρα ανησυχίας, ωσάν, παρά την πανηγυρική λαϊκή ετυμηγορία, να υπήρχαν δυσκολίες για την ανάληψη της εξουσίας. Ο Γούναρης είχε δισταγμούς λόγω των εκδηλώσεων εχθρότητας εναντίον του εις τας χώρας της Αντάντ. Την ώρα εκείνη που προσκομίσθηκε υπηρεσιακό τηλεγράφημα από το Λονδίνο, που επιβεβαίωνε δηλώσεις της Αγγλικής Κυβερνήσεως δυσμενείς δια το νέο πολιτικό καθεστώς της Χώρας μας. Ο Γούναρης, αφού το διάβασε, το επέταξε στο τραπέζι με αγανάκτηση, λέγοντας: ‘’Υπό τοιαύτας συνθήκας, αδυνατώ να σχηματίσω κυβέρνησιν’’
Πάγωσαν οι περιεστώτες. Και κανείς δεν εφαίνετο ότι συμφωνούσε. Πρώτος αντετάχθη ο Θάνος Λιδωρίκης. Τον ενίσχυσε και ο Καν. Κανελλόπουλος. Παράταξαν επιχειρήματα. Ακούστηκε και φωνή: ‘’Ώστε στρώσαμε το τραπέζι έτοιμο για να καθίσουν άλλοι;’’ Ήταν του Λιδωρίκη. Ο Μπουκαούρης μου τα διηγείτο ανήσυχος για την εξέλιξι.
Όταν παραιτηθείς ισοψηφήσας εις την Βουλή, ο Δ. Γούναρης και έλαβε την 3 Μαΐου 1922 εντολής σχηματισμού κυβερνήσεως από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ο Νικόλαος Στράτος, διήλθε ολόκληρη σχεδόν την πρώτη νύκτα εις το Υπουργείο των Εξωτερικών, μελετών τους φακέλους που αφορούσαν το Μικρασιατικό ζήτημα, δια τον χειρισμό του οποίου είχε κατηγορήσει εντόνως την απελθούσα κυβέρνηση. Ο θείος μου (αδελφός της μητρός μου) Περικλής Σισμάνης βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας, παρά το γεγονός ότι επί μακρά έτη διετέλεσε αντιπολιτευόμενος και τόσον επιθυμητή θα ήτο εις τους κομματικούς του φίλους η από πολλού χρόνου περιπόθητος κυβερνητικότης, εν τούτοις δεν συνετάχθη με την κυβέρνησιν Γούναρη αλλά ακολούθησε τον Νικόλαο Στράτο, πιστεύοντας εις την φιλανταντικήν πολιτική του. Εις εμέ, νέον τότε ακόμη δημοσιογράφο και δικηγόρο, ανετέθη η γενική διεύθυνση του Πολιτικού Γραφείου, την οποίαν και είχα παραλάβει αυθημερόν από τον Γ. Χαριτάκη. Ενθυμούμαι ότι την επομένη ημέρα ο Νικόλαος Στράτος, γενναίος όπως ήτο και ιπποτικός αντίπαλος, μου είπε επί λέξει:
- Από την μελέτη των διπλωματικών φακέλων πείστηκα ότι είχαμε αδικήσει εν πολλοίς τον Γούναρη. Έκαμε παν ότι ήτο δυνατόν εν τη διαχειρίσει του ζητήματος.
Η παρατήρησή του αυτή με αφορούσε και ως πολιτικό συντάκτη της εφημερίδος ‘’Πολιτεία’’, η οποία τηρούσε αντιγουναρική πολιτική.
Σημειωτέων ότι ο Νικ. Στράτος, πέραν των μεγάλων επιστημονικών, πολιτικών και ρητορικών προσόντων του, ήτο ακαμάτου δραστηριότητος και αντοχής ανήρ. Μπορούσε να ξενυχτήσει στη Βουλή, μετέχων ενεργώς των συζητήσεων και την πρωία επανερχόμενος στο σπίτι του να κάμει ένα ζεστό μπάνιο και να συνεχίσει στο Γραφείο του, χωρίς άλλην ανάπαυσιν, τις πολιτικές του ασχολίας.
Ουδέποτε προπαρασκεύαζε τους λόγους του. Εις ένα μικροσκοπικό τεμάχιο χαρτιού σημείωνε μόνο τα κεφαλαιώδη άρθρα της αγορεύσεώς του, δια την σειράν που ήθελε να κρατήσει ομιλών. Το χαρτάκι αυτό το έβαζε συνήθως στο τσεπάκι του γιλέκου του. Μου έλεγε ότι οσάκις επιχείρησε να γράψει εκ των προτέρων τον λόγο του τα ‘’είχε κάμει θάλασσα’’. Αντιθέτως ο Δημ. Γούναρης έγραφε εκ των προτέρων τας αγορεύσεις του και τας απομνημόνευε από στήθους επί λέξει. Το πιστοποίησα όταν είχε ομιλήσει επί του Προϋπολογισμού του 1914, αντικρούοντας την εισήγηση του τότε Υπουργού των Οικονομικών Αλεξ. Διομήδη (ο οποίος, ακολουθών αν θυμούμαι καλά, την μέθοδο του Υπουργού των Οικονομικών της Ιταλίας Νίττι, είχε πρωτοτυπήσει στη σύνταξη του Προϋπολογισμού). Ήμουν τότε πολιτικός συντάκτης της ‘’Ακροπόλεως’’ του Βλάση Γαβριηλίδη, ο οποίος μου είχε δώσει εντολή να παρακαλέσω τον Γούναρη να διορθώσει επειγόντως την αγόρευσίν του, όταν αποστενογραφήθη, για να δημοσιευθεί ολόκληρη στην ‘’Ακρόπολι’’. Συνάντησα τον Γούναρη όταν έβγαινε μετά το πέρας του λόγου του, από την αίθουσα της Βουλής, (της παλαιάς φυσικά) προς τον αριστερό διάδρομο και του μεταβίβασα την παράκληση.
- Και είναι ανάγκη να περιμένουμε τους στενογράφους; Μου είπε.
Έβγαλε από την αριστερή τσέπη του σακακιού του δέσμη χειρόγραφων σε πρασινωπό χαρτί δικηγορικών προτάσεων και μου την ενεχυρίασε. Ήταν η ομιλία του ιδιόγραφος. Δοκίμασα αρκετή έκπληξη και παρατήρησα:
- Υπάρχουν όμως και διακοπές.
- Δι’ αυτάς θ’ αναμείνομε τα στενογραφικά δοκίμια….
Έδραμα με το πολύτιμο λάφυρο στο γραφείο του Γαβριηλίδη (Πλατεία Κλαυθμώνος) και του το παρέδωσα περιχαρής, επιστρέψας αμέσως στη Βουλή τις παρεντεθείσες διακοπές.
Η μια ανάμνηση φέρνει την άλλην. Ενθυμούμαι ότι τα χειρόγραφα του Γούναρη είχαν εδώ κι εκεί κηλίδες λαδερές. Φαίνεται ότι έγραφε τρώγοντας κανένα σάντουιτς… Την επομένη η ‘’Εστία’’, κρίνουσα την αγόρευσίν του, έγραφε ότι ‘’όζει λυχνίας’’. Χωρίς να θέλω είχα σκεφθεί: ‘’Που να τις είδε τις λαδιές ο Κύρρου;!’’
Επανέρχομαι στον Νικ. Στράτο. Ήταν καταπληκτική η ταχύτης της σκέψεως του, του λόγου του, αλλά και της γραφίδας του. Όταν το Κόμμα του εξέδωσε δημοσιογραφικό όργανο, την ‘’Εφημερίδα των Συζητήσεων’’, μου είχε προτείνει την διεύθυνση. Δεν την δέχτηκα διότι δε θέλησα να επωμισθώ εκδοτικές ευθύνες και φροντίδες. (Την είχε αναλάβει ο κατόπιν Ναύαρχος της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Ιωαν. Χατζηλουκάς). Συνεργάστηκα όμως φιλικώς και παρακολούθησα πολλές φορές τον Νικόλαο Στράτο γράφοντα το κύριο άρθρο. Το έγραψε ‘’μονορούφι’’. Και ούτε καν ξαναδιάβαζε τα χειρόγραφά του, που πήγαιναν ένα-ένα στο τυπογραφείο.
Όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία, αποτάθηκε σε πολλούς έγκριτους πολιτικούς, προτείνοντας την συμμετοχή τους στην κυβέρνηση. Μαζί είχαμε επισκεφθεί τον Λουκά Κανακάρη Ρούφο, ο οποίος δεν δέχτηκε χαρτοφυλάκιο με πολλή ευγένεια αληθούς ευπατρίδου, οίος ήτο.
Τον Ιωάννη Μεταξά επισκέφθηκε μόνος του και επέμεινε περισσότερο επιζητών την συνεργασία του. Όπως μου είχε πει ο ίδιος ο Μεταξάς αρνήθηκε και του συνέστησε να μην επωμισθεί τόσον αργά την τεράστια ευθύνη της Μικρασιατικής εκστρατείας.
- Το μέτωπό μας της Μικράς Ασίας, του είπε, είναι τοίχος ετοιμόρροπος και θα μας καταπλακώσει μια μέρα. Δεν είναι δυνατόν να σωθεί.
Λίγες ημέρες διήρκεσε η Κυβέρνηση Στράτου. Κατεψηφίσθη στη Βουλή και παραιτήθηκε. Σχηματίσθηκε τότε η Κυβέρνηση Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Η συμμετοχή του Στράτου σ’ αυτή ήταν απόρροια του μεγάλου του πατριωτισμού και της προσωπικής του γενναιότητας, ενώπιον των οποίων υπεχώρησε πας ενδοιασμός και πάσα πολιτική σκοπιμότης. ‘’Δεν έχομε καθήκον να βάλουμε την πλάτη να στηρίξει αυτόν τον ετοιμόρροπο τοίχο; ‘’Είχε πει στον Ι. Μεταξά. Γεγονός είναι ότι και το κόμμα του (προεξάρχοντος του βουλευτού Πάνου Στάικου, ο οποίος ήτο και υποψήφιος υπουργός, αλλά δεν έγινε τελικώς λόγω αντιδράσεως των άλλων βουλευτών Αιτωλοακαρνανίας, την οποίαν είχα και εγώ διερμηνεύσει) απέκλινε υπέρ της συμπράξεως, νομίζω δε ότι τοιαύτη ήτο και η επιθυμία του Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Ως υπουργός των Εσωτερικών, ανέπτυξε τότε πολλή νομοθετική και πολιτική δραστηριότητα. Οι τελευταίες ευτυχείς ημέρες της κυβερνήσεως εκείνης συνέπεσαν με τον εορτασμό στη Χίο της ανατινάξεως της Τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κωνσταντίνο Κανάρη. Παρευρέθηκαν ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και όλη η Κυβέρνηση. Ενθυμούμαι ότι ήταν της Πεντηκοστής, οπότε και ανηγγέλθη η ανατίμηση της λίρας από 35 εις 70 δραχμές. Ο τότε Υπουργός των Οικονομικών Εμμ. Λαδόπουλος μου είχε προαναγγείλει το μέτρον ένα βράδυ στη Βουλή. Το κλείδωσα στο νου μου, έσφιξα τα δόντια μου και δεν το είπα απολύτως σε κανέναν σαν να ήταν το μεγαλύτερο μυστικό. Τόσο πολύ ώστε δεν έστειλα καν το πενιχρό μηνιαίο επίδομα στον αδελφό μου που σπούδαζε στη Γερμανία, για να μην τυχόν νομισθεί ότι επωφελήθηκα του μυστικού. Και όταν το έστειλα πλήρωσα τη λίρα με 70 (ανήρχετο άλλως τε εις λίρες μηνιαίως όλο το επίδομα). Όταν εγνώσθη η κυβερνητική απόφαση είχα υποστεί κι εγώ δριμύτατη επίθεση από πολλούς φίλους του κόμματος και ιδίως τους χρηματοδότες της ‘’Εφημερίδος των Συζητήσεων’’. Πάντως η αποθέωση του Κωνσταντίνου εις την Χίο (παρά την Βενιζελική της πλειοψηφία) ήταν η τελευταία μεγάλη χαρά και ικανοποίησή του. Ενθυμούμαι ότι στα επιδόρπια του επισήμου γεύματος απήγγειλα ένα ενθουσιώδες ποίημα, με πολλή αισιοδοξία και για τον τερματισμό Μικρασιατικής Εκστρατείας. Η αλήθεια όμως ήταν ότι ατενίζαμε όλοι τις πλησιόχωρες Μικρασιατικές ακτές μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά από ανήσυχα προαισθήματα…
Σε βραχύτατο χρονικό διάστημα ξέσπασε το κακό της καταστροφής. Όταν ανηγγέλθη η διάσπαση του Μικρασιατικού Μετώπου, ο Νικόλαος Στράτος (Υπουργός Εσωτερικών) με τον Νικόλαο Θεοτόκη (Υπουργός Στρατιωτικών) αναχώρησαν για τη Σμύρνη ατμοπλοϊκώς. Τους είχα συνοδεύσει. Δεν είχε κλονισθεί το ηθικός του Στράτου. Αισιοδοξούσε ότι θα ήταν δυνατό να σωθεί η κατάσταση. Δε μπορώ όμως να πω ότι ήταν απαθής. Διατελούσε υπό το κράτος σχετικής διεγέρσεως μέσα στην αναζήτηση τρόπων αντιμετωπίσεως του εμφανούς κινδύνου της μεγάλης συμφοράς. Απαθέστερος ήταν ο Θεοτόκης, ο οποίος δεν απέκρυπτε την απαισιοδοξία του, αλλά έδιδε την εντύπωση ότι προπαρασκεύαζε τον εαυτό του για να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία όλα τα ενδεχόμενα ακόμη και τα πλέον δυσάρεστα. όταν αποσύρθηκε στην καμπίνα του, τον συνόδευσα έως εκεί και τον ψυχολογούσα. Ξεντύθηκε και φόρεσε ένα σάκο νυκτός με τον οποίο ξαπλώθηκε, ίσως για λόγους καθαριότητος στην κουκέτα. Μου εξέφραζε φόβους καταστροφής, κατέπνιγε όμως την ανησυχία και διατηρούσε ηρεμία, πράγμα που μου έκαμε εντύπωση. Περιδιάβηκα αρκετή ώρα στο κατάστρωμα της γέφυρας, με βαρείς στοχασμούς, η φαντασία μου πρόβαλε το φάσμα ενός ολέθρου αλλά επιστράτευα την πίστη μου για να το αποκρούσω και να το εξαφανίσω. Καθώς είχα διατρέξει όλη σχεδόν την κατεχόμενη από το Στρατό μας Μικρά Ασία, το προηγούμενο έτος αναπολούσα όλα τα γνώριμα κύρια τοπία και δεν μπορούσα να σταματήσω στη σκέψη ότι θα τα εγκαταλείπαμε ποτέ νικημένοι……
Στην αποβάθρα της Σμύρνης ανέμενε τους Υπουργούς ο Ύπατος Αρμοστής Αριστ. Στεργιάδης, ο οποίος αντάλλαξε με τους ‘’αγαπητούς συναδέλφους’’, όπως τους αποκάλεσε, χαρακτηριστικόν ασπασμό και ο Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης (συγγενής του Στράτου), του οποίου η φυσιογνωμία αντικατόπτριζε εκδήλως πόνο, κόπο και ανησυχία. Όταν φτάσαμε στο μέγαρο της Αρμοστείας, προτού αποσυρθούν εις σύσκεψη, ο Στεργιάδης κάλεσε τον διπλωματικό γραμματέα του, Χαρ. Ζαμαρίαν και του είπε:
- Πάρε το αυτοκίνητο και κάμε ένα περίπατο στην πόλι με τον κ. Αθανασιάδη έως την ώρα του γεύματος.
Έτσι αποχαιρέτησα την ημέρα εκείνη την αλησμόνητη Σμύρνη μας. Κάμαμε μακράν διαδρομή ανά την πόλη. Το Ελληνικό στοιχείο δεν μπορούσε να κρύψει τα κακά του προαισθήματα. Είχαν διαρρεύσει οι δυσάρεστες πληροφορίες. Το Μουσουλμανικό στοιχείο δεν είχε ακόμα οσφρανθεί τίποτε. Διασχίσαμε τουρκομαχαλάδες και παντού ανασηκώνονταν, από καφενεία, από μαγαζιά, να χαιρετήσουν την διάβασή μας με σεβασμό και με υποταγή. ‘’Ω, κι αν ήξεραν!…’’ λέγαμε με τον κ Ζαμαρία. Η κυριαρχική μας δύναμη ήταν την στιγμή εκείνη μια κλωστή έτοιμη να κοπεί. Μα οι Τούρκοι δεν το είχαν υπονοιαστεί. Και μας έκαμαν τεμενάδες!…. Όσο να ‘ρθει η ώρα να μας κάψουν…. Πόνος, άλγος μου έσφιγγε την καρδιά, μου έκοβε την ανάσα. Απαίσια προμαντέματα βασάνιζαν την σκέψη μου. Έβλεπα τώρα με αγωνία το Στρατό μας να υποχωρεί στα υψίπεδα της Μικράς Ασίας, που τα είχα γνωρίσει στη νικηφόρο μας προέλαση. Θυμόμουν τους ιερούς τάφους της νίκης από τη Σμύρνη και την Προύσα έως το Σαγγάριο και το Καλέ Γκρόττο. Απομάκρυνα τη σκέψη μου από τους τάφους της ήττας… Χάνουμε ιερούς χώρους, καθαγιασμένα εδάφη…Μα οι πληθυσμοί;! Οι πληθυσμοί;;! Τι θ’ απογίνουν τόσοι αδελφοί μας;
Όταν καταλήξαμε στην κατοικία του Στεργιάδη για το πρόγευμα -μαύρο πρόγευμα…- γύρισα κ’ είπα στον κ. Ζαμαρία! ‘’Τάχα θα την ξαναδώ τη Σμύρνη;’’
Και δεν την ξαναείδα!
Ο Ν. Στράτος με πήρε ιδιαιτέρως και με φαρμακωμένα χείλη μου ψιθύρισε:
- Πλήρης καταστροφή!…. Καπορέττο! (Τόπος της ήττας του Ιταλικού Στρατού από τον Αυστριακό στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο).
Όταν έφτασαν στον Πειραιά τα πρώτα ατμόπλοια με στρατιωτικά τμήματα, που επέστρεφαν από τη Σμύρνη, πλανιόταν στην ατμόσφαιρα ο φόβος ότι οι άνδρες, ένοπλοι όπως ήταν κατά το πλείστο, ίσως εκτραπούν εις πράξεις βίας. Ο Ν. Στράτος αποφάσισε να κατέλθει μόνος του στον Πειραιά και να τους υποδεχθεί, μολονότι τον αποτρέπανε να το πράξει πλείστοι φίλοι του, με την υπόμνηση ότι θα κινδύνευε ενδεχομένως η σωματική του ασφάλεια. Μέχρι του αυτοκινήτου τον παρακολούθησαν πολλοί, προσπαθούντες να τον μεταπείσουν.
- Αφήστε με να πράξω το καθήκον μου, απαντούσε.
Μπήκα μαζί του στο αυτοκίνητο και τον συνόδευσα στον Πειραιά. Ανέβηκε στο κατάφορτο ενόπλων στρατιωτών ατμόπλοιο. Παρά τον εξοργισμό τους από την ήττα και τας κακοπάθειας, παρά τις απειλητικές των διαθέσεις, με το θάρρος του και τους παραμυθητικούς λόγους του κατόρθωσε να τους κατευνάσει. Αποβιβάσθηκαν ομαλώς, καταθέσαντες τα όπλα τους, ελήφθησαν δε όλα τα κατάλληλα μέτρα δια την περίθαλψή τους και την όσον το δυνατόν ταχύτερη αποστολή στις πατρίδες τους
Στις φυλακές Αβέρωφ, όπου τον είχα επισκεφθεί κρατούμενο, διατηρούσε ο Ν. Στράτος πολλή αισιοδοξία. Περιπατούσαμε ένα δειλινό στην ταράτσα των φυλακών και μου έλεγε:
- Πολλές κατεβασιές έχω υπερπηδήσει στη ζωή, ελπίζω ότι κι αυτή τη φορά θα τα βγάλω πέρα.
Ομολογώ ότι και στη δική μου σκέψη δε μπορούσε να χωρέσει κίνδυνος για τη ζωή του.
Είναι γνωστή η γενναιοφροσύνη και η ευθύτητα μετά των οποίων υπεράσπισε, με ίδιον κίνδυνο, τας θέσεις του Δ. Γούναρη, κηρυχθείς αλληλέγγυος. (Δυστυχώς είχα υποστεί τότε πλήρη οικονομική εξάντληση και επειδή ουδέποτε στη ζωή μου κατέφυγα σε δανεισμούς ή άλλον οιονδήποτε χρηματικό προσπορισμό πέραν του καρπού της εργασίας μου αναγκάστηκα ν’ αποσυρθώ στο πατρικό μου σπίτι στη Ναύπακτο. Απέκλεια, άλλωστε μέσα στη συνείδησή μου ότι ήταν δυνατόν να καταδικασθούν εις θάνατον και να εκτελεσθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι. Εκεί δέχτηκα το πλήγμα της καταδίκης των και της εκτελέσεώς των, ένα από τα φοβερότερα πλήγματα που δοκίμασα στη ζωή. (Γιατί φοβερότερό του δε στάθηκε για μένα παρά η συμφορά του στρατού μας και ο ξεριζωμός του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας). Πολλές ημέρες χτυπιόμουν τότε, κατάκλειστος στο δωμάτιό μου (οδός Σμύρνης…), σχεδόν ολοφυρόμενος, πότε σφίγγοντας με τα χέρια το κεφάλι και πότε τύπτοντας τους μηρούς. Επανήλθα τότε αμέσως στην Αθήνα για να παρευρεθώ στην οικογένεια του και ν’ αποθέσω ολίγα άνθη της Αιτωλοακαρνανίας στον πρόωρο τάφο του.
Άφιξη στη Σμύρνη-Κιουτάχεια
Αποσπάσματα από τις αναμνήσεις μου ως πολεμικού ανταποκριτού των εφημερίδων ‘’Πολιτεία’’ και ‘’Αθηναϊκή’’ στη Μικρασιατική Εκστρατεία του 1921. Αφορούν περιστατικά, τα οποία δεν ήτο δυνατόν να περιλάβω τότε στις ανταποκρίσεις μου.
Επικειμένων των επιθετικών επιχειρήσεων, έφθασα τον Ιούνιο του 1921 στη Σμύρνη ως πολεμικός ανταποκριτής των Αθηναϊκών εφημερίδων ‘’Πολιτεία’’ (του Θ. Νικολούδη) και ‘’Αθηναϊκή’’ (του Ομ. Ευελπίδη).
Παρουσιάστηκα στον Αρχηγό της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αντιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα. Είχε αρχίσει την σταδιοδρομία του ως αξιωματικός στη Διλοχία της Ναυπάκτου. Έγινε εκεί στενός φίλος της οικογένειάς μου και ιδιαίτερα του πατέρα μου.
Αφού με ρώτησε πολλά για την πολιτική κατάσταση στην Αθήνα, εξερράγη σε φοβερό παράπονο κατά του συμπατριώτη μας πολιτικού αρχηγού Νικολάου Στράτου.
- Ακούς εκεί να με πει ο Νίκος Στράτος υποδεκανέα!
- Μην τα πιστεύετε, Στρατηγέ!
- ‘’Έβαλαν αρχηγό της Στρατιάς έναν υποδεκανέα!’’, είπε μπροστά σε φίλο μου΄. Το είπε! Και του το φυλάω!
Στάθηκε αδύνατο να τον μεταπείσω, να τον κατευνάσω.
Ευχαριστήθηκε ο Αρχιστράτηγος που άκουσε ότι δεν θα μείνω στη Σμύρνη αλλά θα παρακολουθήσω όλη την εκστρατεία. Και είχε την καλοσύνη να μου πει ότι όσο θα βρισκόμουν στο Γενικό Στρατηγείο, θα μπορούσα να μετακινούμαι στις πορείες της εκστρατείας με το αυτοκίνητο του υπασπιστή του Λοχαγού Ι. Πεπονή (και ανιψιού του). Τον κάλεσε, μας γνώρισε και του έδωσε την εντολή.
Η Κιουτάχεια κατελήφθη από το Ανεξάρτητο Απόσπασμα Τσιρογιάννη και τη…Μεραρχία την 3 μ.μ. της 4ης Απριλίου 1921. Στις 2μ.μ. της 5ης Ιουλίου εγκαταστάθηκε εκεί το Γενικό Στρατηγείο, και ο Διάδοχος του Θρόνου Γεώργιος. Στο Διοικητήριο της πόλεως, αρκετά επιβλητικό μέγαρο περιζωμένο διακοσμητικά με τις περίφημες πλάκες της Κιουτάχειας, ανέβηκε κατευθείαν ο Στρατηγός μόλις έφθασε εκεί. Τον ακολούθησα κατά πόδας. Του είχαν ετοιμάσει για γραφείο ένα μεγάλο δωμάτιο, ασφαλώς του Τούρκου Διοικητού. Αυτός, απέριττος και ολιγαρκής όπως πραγματικά ήταν, στρατιώτης, το βρήκε πολυτελές και το απόκρουσε. Διάλεξε ένα μικρό δωμάτιο στην πρόσοψη και στη μέση του επάνω ορόφου. ‘’Εδώ!’’, είπε. Πήγε και κάθισε στο γραφείο. Μου έγνεψε να καθίσω κι εγώ. Πλάι του ήταν ένα μικρό τραπεζάκι, στρωμένο με πολύχρωμες πλάκες Κιουτάχειας. Είμαστε οι δυό μας. Έκαμε το σταυρό του.
- Ευχαριστώ το Θεό γι’ αυτό που μπορέσαμε να κάνουμε. Μου ξέφυγαν όμως οι άτιμοι!, πρόσθεσε με χαμηλότερη φωνή (η κυκλωτική κίνηση του επιδιωχθέντος ‘’θύλακος-κλοιού’’ είχε αποτύχει). άπλωσε την παλάμη του στις πλάκες του μικρού τραπεζιού:
- Δεν κάνω σπιθαμή πέρα από το Εσκή-Σεχίρ!, μου είπε. Κι ας λένε ό,τι θέλουν!
Μου εξήγησε τις δυσχέρειες που παρουσίαζε μια περαιτέρω προέλαση στα αχανή οροπέδια της Μικρασίας. Και φυσικά βρήκα σωστές τις επιφυλάξεις του.
Ξάφνου τα μάτια του -πάντοτε πολύ ζωντανά κι εκφραστικά- άστραψαν πίσω από τα κρύσταλλα των γυαλιών. Ξανάκανε το σταυρό του.
- Ευχαριστώ το Θεό! Δεν είναι μικρό αυτό που κατορθώσαμε! Και ξέρεις τι σκέπτομαι; Μεσολογγίτης εγώ, βρίσκομαι αυτή τη στιγμή Αρχιστράτηγος στην πατρίδα του Κιουταχή! Πήρα το αίμα μας πίσω! Να το γράψεις αυτό, Γιώργο!
Και με κάποια δίκαιη περηφάνια ανασήκωσε τιναχτά τον δεξιό του ώμο. (Ήταν ένα τικ που συχνά είχε).
Το περίεργο είναι ότι στην Κιουτάχεια δε βρήκαμε κανένα ίχνος της μνήμης του Στρατάρχη Ρεσίτ-Πασά Κιουταχή κι ας ήταν ένα έξοχο τέκνο της κι ένας μεγάλος πολέμαρχος της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, που διετέλεσε και Μεγάλος Βεζίρης της. Αντίθετα, παντού εγένετο μνεία του τελευταίου Σεζουκίδη Σουλτάνου Γιακουμή-Τζελεπήμ που είχε καταστήσει την πρωτεύουσά του Κιουτάχεια περίφημη πόλη. Αυτός είχε αναπτύξει και τη βιομηχανία των περίφημων πλακών και αγγείων, που αποτελούν ακόμα σήμερα τη δόξα της Κιουτάχειας.
Ας μην παραλείψω να σημειώσω μια παράξενη σύμπτωση:
Ο Στράβων γράφει ότι το Κοτύαιον ήταν γενέτειρα του κορυφαίου μυθοποιού Αισώπου, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές. Οι φαντάροι μας έβγαλαν το μύθο ότι η Κιουτάχεια ήταν γενέτειρα του …Ναστραδίν Χότζα, πράγμα που δεν είχε καμία επιβεβαίωση! Μήπως το είχαν πλάσει κατ’ αναλογία από το πιθανολογούμενο ότι η Προύσα ήταν πατρίδα του Καραγκιόζη;
- Να πιούμε έναν καφέ! Συνέχισε. Χτύπησε κ’ ήρθε ο ακόλουθός του λοχίας. Του έφερε έναν γέρο Τούρκο καφετζή του Διοικητηρίου. Μπήκε με τεμενάδες.
- Ιτς καφέ! Βγήκε να τους φέρει.
- Τον εμπιστεύεστε, Στρατηγέ; Κι αν ξέρει ποιος είστε; Αν…….;
- Μη φοβάσαι! Δεν ήρθε η ώρα μου!
Κιουτάχεια-Αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας
Ακολούθησα την εξόρμηση πρώτα στην Πρώτη Μεραρχία (Στρατηγός Φράγκου) κι έπειτα στην Πέμπτη (Στρατηγός Τριλίβας ). Τέλος καταστάλαξα στο Γενικό Στρατηγείο και μαζί του εισήλθα στην Κιουτάχεια. Στο ευμέγεθες Διοικητήριο ο Παπούλας διάλεξε ένα μικρό δωμάτιο για γραφείο και μόλις εγκαταστάθηκε τον είχα επισκεφθεί. Έκαμε το σταυρό του και μου είπε:
- Δόξα σοι ο θεός… Αλλά μας ξέφυγαν οι άτιμοι! Δε μπορέσαμε να τους κλείσουμε στον θύλακα…
Παρά τη ραγδαία προέλαση των μεραρχιών μας, η κυκλωτική κίνηση, που απέβλεπε στη στρατιωτική εκμηδένιση του εχθρού, είχε αποτύχει. Ο Κεμάλ απεσύρετο, αξιόμαχος πάντοτε, στα ενδότερα της Ανατολής…
- Και τώρα; Ρώτησε ανήσυχος ο Παπούλας. Τι κάνουμε;
Τι μπορούσε να του απαντήσει ο ανίδεος δημοσιογράφος;
Ξανάκανε το σταυρό του:
- Ας πουν ότι θέλουν! Δεν κάνω ούτε σπιθαμή πέρα από … (Λείπει μια λέξη, εδώ?).
Άνοιξε την παλάμη του και μέτρησε μια σπιθαμή επάνω σ’ ένα παρακείμενο μικρό τραπεζάκι στρωμένο με πλάκες Κιουτάχειας.
Ζήτησε καφέ. Του έφεραν ένα γέρο Τούρκο καφετζή του Διοικητηρίου, που μπήκε στο γραφείο με συνεχεία τεμενάδες.
- Έχεις εμπιστοσύνη, Στρατηγέ; Παρατήρησα κι έδειξα τον Τούρκο καφετζή. Δε σας φκιάνει καλύτερα τον καφέ κανένας στρατιώτης σας;
- Δε θα το βρω από τούτον! …
Παρήγγειλε δύο καφέδες. Ο Παπούλας ήταν μοιρολάτρης και προληπτικός, καθώς μου δόθηκε αφορμή να πιστοποιήσω πολλές φορές κατόπιν, ταυτόχρονα με την ατρόμητη, πράγματι, γενναιότητά του, το ηγετικό του κύρος και την ενθουσιώδη πνοή του.
Ήπιαμε τους καφέδες και μου επανέλαβε:
- Δεν θ’ ακούσω κανέναν! Δε θα προχωρήσω ρούπι πέρα απ’ το Εσκή-Σεχίρ!
Αυτό ήταν στο πνεύμα όλου, σχεδόν του Επιτελείου της Στρατιάς. Και το καλλιεργούσαν μεταξύ τους, ωσάν για να προπαρασκευαστούν, προαισθανόμενοι ότι θα έχουν άνωθεν πίεση για περαιτέρω επιχειρήσεις.
Έφθασε σε λίγες ημέρες στην Κιουτάχεια ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος με τμήμα του Γενικού Επιτελείου του. Επί κεφαλής του ο Βίκτωρ Δούσμανης. Η παρουσία του τελευταίου ενοχλούσε τον Παπούλα.
- Δεν ξέρεις τι ραδιούργος, τι δολοπλόκος είναι! μου έλεγε. Αυτός εδώ που ήρθε θα μας κάνη κακό!
Κι όταν άρχισαν, πράγματι, κάποιες μικροπροστριβές, ο Παπούλας αγανακτισμένος, τ’ απέδιδε όλα στο Δούσμανη. Μια μέρα μου είπε:
- Δε θα μου γλυτώσει! Θα τον δέσω και θα τον στείλω με μια βάρκα πίσω στην Αθήνα!
Προσπαθούσα να τον καθησυχάσω υπενθυμίζοντας με λεπτότητα τις κρίσιμες ώρες που διατρέχαμε.
- Δεν τον ξέρεις! Είναι…..
Και μου διηγούταν επεισόδια του στρατιωτικού και του κοινωνικού βίου του Δούσμανη.
- Ο καημένος ο Δημοσθένης ο Στάικος…(ο Δούσμανης είχε νυμφευθεί, διαζευχθείσα, την σύζυγό του Στάικου).
Δε μπορώ να λησμονήσω τη δραματική σκηνή ενός μεσημεριού. Ήμουν στο γραφείο του Παπούλα, ο οποίος, με κορυφωμένη την αγανάκτηση κατά του Δούσμανη, που τάχα είχε αρχίσει κι εκεί τις δολοπλοκίες του. Μου ξανάλεγε τις απειλές του:
- Ας δυσαρεστήσω και το Βασιλέα!… Θα τον στείλω δεμένο στην Αθήνα!… Δε θα τον αφήσω να μου διαλύσει τη Στρατιά!.
Τη στιγμή εκείνη, που μου έλεγε αυτά κι άλλα περισσότερα σε ακράτητο ερεθισμό, χτύπησε η πόρτα του γραφείου.
- Εμπρός!
Μπήκε ο λοχίας ακόλουθός του. Στάθηκε προσοχή, έφερε το σχήμα και ανάγγειλε:
- Ο Στρατηγός Δούσμανης!
- Να περάσει!
Τώρα; Σκέφτηκα ένα δευτερόλεπτο εγώ. Τι θα γίνει; Θα χρειαστεί να μπω στη μέση; Αυτοί θ’ αρπαχτούν!…
Εισήλθε ο Δούσμανης σχεδόν ορμητικός, ως συνήθως.
- Καλημέρα, Τάσο!
- Καλώς το Βίκτωρα!
Είχα μείνει άναυδος. Χαιρέτησα και αποχώρησα. Έκρινα πως δεν με ωφελούσαν και πολύ οι εμπειρίες της ζωής αυτού του είδους. Χιλιοπροτιμούσα να έλειπαν! Σε κρίσιμες στιγμές εθνικής ανάγκης η συνείδησή μου ανέμενε παραμέρισμα των ερίδων, κατάσβεση των παθών, ανάταση, έξαρση. Τόσο αδύνατος είναι, λοιπόν, ο άνθρωπος;
Μια προσεχή Κυριακή οι Έλληνες της Κιουτάχειας τέλεσαν δοξολογία στο Μητροπολιτικό ναό για την απελευθέρωσή τους. Αλησμόνητες μου είναι οι χλωμές μορφές δεκάδων νέων Ελλήνων που όλο αυτό το διάστημα του πολέμου έμειναν αποκρυμμένοι στα κατάκτιστα υπόγεια των σπιτιών για ν’ αποφύγουν την αναγκαστική στράτευση από τους Τούρκους. Ήσαν όλοι σαν νεκραναστημένοι Λάζαροι…
Η δοξολογία εκείνη υπήρξε, κατά ένα τρόπο, μοιραία για τη Μικρασιατική εκστρατεία. Η Ελληνική κοινότης, αγνοούσα ότι η στρατιά αποτελούσε ιδίαν Αρχήν ανεξάρτητον, είχε καλέσει στη Δοξολογία μόνον τον Βασιλέα και το Γενικό Επιτελείο, εκλαμβάνουσα ότι έτσι προσκαλούσε, δια της Ανωτέρας Αρχής και την Στρατιά. Ο Αρχιστράτηγος Παπούλας, ο επιτελάρχης του Κ. Πάλλης, ο υποεπιτελάρχης Πτολ. Σαριγιάννης δεν είχαν προσέλθει στο ναό. Και συνέβη την ώρα εκείνη να φτάσουν στην Κιουτάχεια ο Πρωθυπουργός Δ. Γούναρης και ο Υπουργός Στρατιωτικών Νικ. Θεοτόκης. Ανέβηκαν στα γραφεία της Στρατιάς και βρήκαν εκεί μόνο τον Πτολ. Σαριγιάννην, ακάματον, πράγματι, επιτελή, αθέατο οπουδήποτε έξω και ορατό μόνο στο γραφείο του, μπροστά στους στρατιωτικούς χάρτες, που τους μελετούσε μέρα-νύχτα, παρακολουθών τας κινήσεις των μονάδων της Στρατιάς. Ο Σαριγιάννης ήτο αξιωματικός (του Μηχανικού) πολλής αξίας και δια τούτο, παρά το γεγονός ότι ήτο Βενιζελικής προελεύσεως, διετηρήθη εις την υπηρεσία του Γεν. Επιτελείου Στρατιάς, όπου προσέφερε πολύτιμους υπηρεσίας. Ήταν όμως από χαρακτήρος αισιόδοξος. Ο Γούναρης και ο Θεοτόκης, επικοινωνήσαντες από μοιραία σύμπτωση πρώτον και μόνον με αυτόν, συζήτησαν μαζί του σχέδιο προελάσεως προς Άγκυρα, με σκοπό την καταστροφή της σιδηροδρομικής γραμμής και την απομόνωση των Κεμαλικών εις τα βάθη της Ανατολής εκείθε της Άγκυρας. Φαίνεται ότι ο Σαριγιάννης δεν τους απέκλεισε την δυνατότητα εφαρμογής και επιτυχίας ενός τοιούτου σχεδίου. Να επηρεάσθηκε, άραγε, και από τον φόβο μήπως εκλήφθη ως αντιδραστικός;
Οι Γούναρης και Θεοτόκης, πληροφορηθέντες ότι ο Βασιλεύς ευρίσκετο στο Μητροπολιτικό ναό, έσπευσαν να έλθουν εκεί. Έφθασαν στο τέλος περίπου της δοξολογίας. Ήσαν και οι δύο βουτηγμένοι, κυριολεκτικώς, στη σκόνη από κεφαλής μέχρις ονύχων. Θυμάμαι τα φρύδια, τα μουστάκια και το υπογένειο του Γούναρη με στοίβες από σκόνη. Η οδός Τουλού-Μπουνάρ-Κιουτάχειας, που είχαν διανύσει με αυτοκίνητο, φημιζόταν για την δαψιλή αφθονία σκόνης!…
Μετά την δοξολογία στο σηκό του ναού, η Ελληνική Κοινότητα προσέφερε αναψυκτικά στο Βασιλέα και την ακολουθία του.
- Πρέπει να πάτε να ξεσκονιστείτε και να αναπαυθείτε, είπε σε λίγο ο Κωνσταντίνος.
- Πότε θέλετε και που να συναντηθούμε; Ρώτησε ο Γούναρης.
- Μα νομίζω το βράδυ στο σπίτι μου.
Όρισαν αν θυμάμαι καλά, ώρα την εξίμιση. Ήταν το αποφασιστικό πολεμικό συμβούλιο, που θα έκρινε την περαιτέρω πορεία…
Είχα δη το μεσημέρι τον Παπούλα. Έμενε στη γνώμη του ανένδοτος. Ούτε σπιθαμή πέρα απ’ το Εσκή-Σεχίρ! Ο επιτελάρχης πάλι είχε συντάξει και σχετικό υπόμνημα.
Το απόγευμα εκείνο οι συγκεντρωμένοι στην Κιουτάχεια δημοσιογράφοι (Σπ. Μελάς, Ηλ. Βουτιερίδης, Κων Φαλτάιτς, Ανδ. Τσαμόπουλος, Κώστας Αθάνατος, Στρατής Κτεναβέας και άλλοι) λάβαμε φύλλο πορείας με τη διαταγή ν’ αναχωρήσουμε την επομένη λίαν πρωί για το Εσκή-Σεχίρ, όπου μετά δύο ημέρες θα ερχόταν και ο Βασιλεύς με τον Αρχιστράτηγο για να παραστούν στον πανηγυρικό εορτασμό της νίκης με παρέλαση όλων των μονάδων του μετώπου εκείνου που οι μονάδες του είχαν αποκρούσει νικηφόρα τη μεγάλη επιθετική επιστροφή του Κεμαλικού στρατού. Μας είχε διατεθεί για τη μετακίνηση μικρό φορτηγό αυτοκίνητο με καθίσματα. Θα μας συνόδευε ο ανώτερος υπάλληλος του Γραφείου Τύπου κ. Δ. Σβολόπουλος.
Αλλά το Πολεμικόν Συμβούλιο της εσπέρας εκείνης, υπό την προεδρεία του Βασιλέως Κωνσταντίνου, τι είχε αποφασίσει; Είναι περίεργο ότι είχε διαφύγει από την προσοχή των δημοσιογράφων -τόσων επίλεκτων μάλιστα- η σπουδαιότης του, την οποίαν και η μακράτου, πολύωρος, διάρκεια υπογράμμιζε. Κανείς δεν εκινήθη δραστηρίως να πληροφορηθεί τα κατ’ αυτό, αφού μάλιστα το άλλο πρωί θα φεύγαμε για το Δορύλαιο. Βρέθηκα απομονωμένος εις τα πέριξ του Διοικητηρίου, αδημονών για το αποτέλεσμα του Συμβουλίου. Ανέμενα εναγωνίως την επιστροφή του Αρχιστράτηγου εις το ενδιαίτημά του, μονώροφο σπίτι στη Δυτική πλευρά του Στρατηγείου.
Η ώρα όμως παρήρχετο και ο Παπούλας δεν εμφανιζόταν. Δίχως άλλο -διαλογιζόμουν καθώς περιπατούσα στην πλατεία- θα διαφώνησε η Στρατιά με την Κυβέρνηση- και η αγωνία μου επετείνετο. Κάποια στιγμή με πλησίασαν οι ταγματάρχες Π. Μπακασίδης και Ανδρ. Μεταξάς, ανήσυχοι κι αυτοί και με ρώτησαν αν ξέρω νεότερα. Σχολιάσαμε την παράταση του Συμβουλίου ωσάν ένδειξη όχι ευχάριστη. Ήταν πλέον ώρα φαγητού και μπήκαμε στην παρακείμενη αίθουσα εστιατορίου ανωτέρων αξιωματικών να δειπνήσουμε. Μόλις είχα πάρει δύο-τρείς κουταλιές σούπα, μπήκε μέσα ο λοχίας-ακόλουθος και μου είπε ότι ο Στρατηγός με περιμένει να φάμε μαζί. Αυτό γινόταν σχεδόν κάθε βράδυ στην εκστρατεία, γιατί ο Παπούλας έτρωγε κατάμονος, αποφεύγων την πολλή έξω της υπηρεσίας συναναστροφή με τους επιτελείς του. Έτρωγε άλλωστε, πολύ ελαφρά το βράδυ. Είπα στο λοχία ότι μόλις δειπνήσω θ’ ανέβω τ Στρατηγό. Αλλά σε λίγα λεπτά της ώρας (το σπίτι απείχε λίγα βήματα) επανήλθε δρομαίος: ‘’ Ο Στρατηγός παρακαλεί να διακόψετε το φαγητό σας και να ανεβείτε αμέσως. Σας περιμένει στο τραπέζι!’’ Σηκώθηκα. ‘’ Ασφαλώς διαφώνησα!’’ Οι ταγματάρχες με παρακίνησαν να πάω. ‘’ Θα σε περιμένουμε να μας πεις νέα…’’
Ανέβηκα τρέχοντας. Αριστερά στο κεφαλόσκαλο ήταν η τραπεζαρία. Στάθηκα στην πόρτα. Ο Στρατηγός καθισμένος στο τραπέζι. Περίμενα να τον δω στενοχωρημένο. Ήμουν βέβαιος. Και τον έβλεπα γελαστό τα μάτια του έλαμπαν κάτω απ’ τα γυαλιά, καθώς αποστράκιζαν το αμυδρό φως του ηλεκτρικού λαμπιονιού, που κρεμόταν ολόγυμνο επάνω απ’ το τραπέζι. Έμεινα έκπληκτος. Κατάλαβε την έκπληξή μου. Έλα να φάμε μου είπε, και όλα θα πάνε καλά!’’
- Στρατηγέ μου, δεν σας κρύβω ότι νόμιζα πως θα σας βρω σε διαφορετική κατάσταση! Και στεκόμουν ακόμη στην πόρτα ψυχολογώντας τον.
- Έλα! Μου ξανάπε. Μου έστειλε σήμερα ο Βλάσης (Καραχρήστος, Συνταγματάρχης Πεζικού, που σκοτώθηκε ακολούθως στο Σαγγάριο) μια γίδα ψημένη. Έχω και κρασί της Προύσας. Κάθισε να φάμε κι όλα θα ‘ρθούνε δεξιά…
Κάθισα.
- Ώστε θα…πήγα να πω
- Είναι φαίνεται γραμμένο να τα ιδούμε όλα επί των ημερών μας!…
- Θα προχωρήσετε;! Μα δεν το θεωρούσατε άκρως επικίνδυνο;
Στο αναμεταξύ μας σέρβιραν το ψητό και το κρασί.
Έδιωξε τον τραπεζοκόμο.
- Θα κάμομε μόνο μια επιθετική επιδρομή ως την Άγκυρα, θα καταστρέψουμε εκεί τις βάσεις του Κεμάλ, θα καταστρέψομε, γυρίζοντας τη σιδηροδρομική γραμμή και θα πάμε να στρατοπεδεύσουμε απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως… με την απειλή να την καταλάβομε, θα εκβιάσομε την ειρήνη…
- Στρατηγέ μου, δεν μπορώ να ενθουσιασθώ, να αισιοδοξήσω. Έως χθες υποστηρίζατε…
Έκαμε και με τις δύο παλάμες του μια εκφραστική χειρονομία, που ήθελε να πει πως θα χτυπούσαμε γρήγορα-γρήγορα από δυό μεριές τα υπολείμματα του τουρκικού στρατού να τα απομακρύνομε από τη σιδηροδρομική γραμμή, θα φτάναμε στην Άγκυρα και θα επιστρέφαμε το ταχύτερο.
- Ήταν πεπρωμένο να πάμε και στην Πόλη! Συμπέρανε.
Εξακολουθούσα να είμαι ανήσυχος, παρά το τονωτικό κρασί της Προύσας.
- Κι έπειτα Γιώργο, νυν απόλυσης τον δούλο σου… θα κατέβουμε στην Αιτωλοακαρνανία και θα πολιτευθούμε. Εγώ ο γεροντοκόρος κι εσύ ο νεότερος του συνδυασμού!.
- Στρατηγέ μου, θα ήθελα να μάθω τι συντέλεσε να αλλάξετε γνώμη;
- …Όλα ήταν ραδιουργίες εκείνου!. (εννοούσε το Δούσμανη). Να πάρει την τελευταία ώρα την Αρχιστρατηγία και να μπει και στην Πόλη!… Όχι!
- Μα πως διεξήχθη η συζήτησις; Δεν αναπτύξατε την γνώμη σας;
- Πως! Ο Πάλλης είχε και γραπτό υπόμνημα με όλους τους λόγους που επέβαλαν να μην προχωρήσουμε άλλο…
- Λοιπόν;
- Κάποια στιγμή, αφού εμείς επιμείναμε αρκετά, ο Γούναρης είπε: ‘’Πολύ καλά! Υπάρχουν και άλλοι στρατιωτικοί που αναλαμβάνουν να εφαρμόσουν το σχέδιο της Κυβερνήσεως….
Ο Παπούλας νόμιζε ότι ‘’οι άλλοι’’ ήταν ο Δούσμανης που ήθελε να υποκλέψει τη δόξα της τελικής νίκης. Από όσα είχα πληροφορηθεί κατόπιν, μόρφωσα την γνώμη ότι ο Γούναρης εννοούσε τον Σαριγιάννην, με τον οποίον είχε συνεργασθεί το πρωί. Αυτό δεν αποκλείει να είχε και ο Δούσμανης την ίδια γνώμη.
Ελπίζοντας να εύρω κάποια διέξοδο της ανησυχίας μου, με την εκτίμηση που είχαμε τότε όλοι για τη στρατηγική ιδιοφυΐα του Κωνσταντίνου, ρώτησα:
- Και ο Βασιλεύς ποια γνώμη είχε;
- Δεν μιλούσε καθόλου. Άκουγε, ρωτούσε κάτι, παρακολουθούσε τη συζήτηση αλλά γνώμη δεν εξέφερε ούτε υπέρ ούτε κατά. Όταν όμως ήρθε η στιγμή να ειπώ εγώ το ναι ή το όχι, αν αναλάμβανα την ευθύνη να προχωρήσομε ή όχι, γύρισα και τον κοίταξα επίμονα. Με κοίταζε κι εκείνος επίμονα μ’ εκείνα τα ωραία μεγάλα μάτια… μου φάνηκε πως ήθελε να ειπώ ναι. Και είπα: Ναι!
Έτσι αποφασίστηκε η εκστρατεία της Άγκυρας… δε θέλησα να τον στενοχωρήσω περισσότερο μια και είχε αναλάβει πια την τεράστια ευθύνη. Τον καληνύχτισα, ευχόμενος να έχομε το Θεό βοηθό μας. Έφυγα όμως με κρύα καρδιά…
Μάχη Ουζούμπεη- Διάδοχος Γεώργιος
Την 14 Αυγούστου 1921, η Στρατιά είχε καταυλισθεί στο Ουζούμπεη. Μικρός παραπόταμος διέσχιζε στενή χλοερά κοιλάδα. Στη μία της πλευρά ήταν χτισμένο το φτωχό χωριουδάκι. Η άλλη έπεφτε κάθετα προς την παραποταμιά. Ενθυμούμαι ότι το δειλινό συνάντησα τον κ. Γ. Σπυρίδωνος και περπατήσαμε μαζί στη χλόη. Πιο πέρα έκαναν τον περίπατό τους ο Διάδοχος Γεώργιος και ο υπασπιστής του Δ. Λεβίδης. Ο Σπυρίδωνος, αρχηγός μεταφορών Δ’ Γραφείου, μου επαναλάμβανε τους φόβους του ότι αν άρχιζαν πρώιμες οι φθινοπωρινές βροχές θα ήταν δύσκολος όχι μόνον ο ανεφοδιασμός των πρόσω αλλά και αυτή η απαγκίστρωση και οπισθοχώρηση. Οι δρόμοι θα μεταβάλλονταν σε λασπερές παγίδες…
Εκείνη τη στιγμή αντίκρυσα ξαφνιασμένος να κινείται στην κορυφογραμμή της κάθετης πλευράς φάλαγγα στρατού, μεταγωγικά…
- Τι συμβαίνει εκεί; Ρώτησα
Ο Σπυρίδωνος μου αποκρίθηκε:
- Α, θα είναι το απόσπασμα του Λέφα…
Και μου εξήγησε ότι επειδή σημειώθηκαν κρούσματα πλευροκοπήσεως των μετόπισθεν από τους τσέτες, συγκροτήθηκε μικτό απόσπασμα υπό τον Συν/ρχη Λέφα δια να κλιμακωθεί προς τα πίσω και προστατεύσει τις μεταφορές μας.
Μέγα ευτύχημα συμπτώσεως ήταν ότι καταυλίστηκε το βράδυ εκείνο το απόσπασμα στο Ουζούμπεη. Γιατί πρωί-πρωί την άλλη μέρα ο Λόχος Στρατηγείου έφυγε για το Ινλάρ Κατρατζή -όπου ήταν πριν το Στρατηγείο του Α’ Σώματος Στρατού και όπου θα επιστάθμευε τώρα το Γενικό Στρατηγείο της Στρατιάς. Τα αυτοκίνητα του Επιτελείου ήταν έτοιμα να δεχτούν τους αξιωματικούς για τη μεταστάθμευση. Είχα τρέξει προς τον Όρχο Αυτοκινήτων να δώσω μια ανταπόκριση μου για κάτω. Μόλις έφτασα εκεί είδα στο ανάπλαγο του βουνού να επιστρέφουν βιαστικά και κάπως άτακτα όσα αυτοκίνητα είχαν αναχωρήσει πρώτα.
- Κάτι συμβαίνει!… είπα. Θα βρήκαν Τσέτες!
Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν πυκνοί πυροβολισμοί απ’ ολόγυρα. Κατέβηκα στο χωριό, όπου σ’ ένα υψωματάκι ήταν συγκεντρωμένο όλο το Επιτελείο της Στρατιάς με τον Διάδοχο Γεώργιο και τον Παπούλα στη μέση. Άρχισε χωστή μάχη. Ευτυχώς, ξαναγράφω, που βρέθηκε συμπτωματικά εκεί το απόσπασμα Λέφα και έδωσε τη μάχη. Διαφορετικά το Επιτελείο της Στρατιάς θα διέτρεχε άμεσο κίνδυνο να αιχμαλωτιστεί ολόκληρο!
Ο Παπούλας, ατάραχος φαινομενικά, στο βάθος ανήσυχος, μου έδειχνε με το βλέμμα του τον Διάδοχο σα να μου έλεγε: ‘’Καλά εμείς, αλλά με το Διάδοχο τι θα γίνει;!’’
Η μάχη συνεχιζόταν πίσω από τα υπερκείμενα υψώματα. Πλησίασα τον Σαριγιάννη και τον ρώτησα πως βλέπει την κατάσταση.
Μου απάντησε:
- Όσο δεν ακούγεται κανόνι μην φοβάστε. Τσέτες είναι, θα διασκορπιστούν.
Δεν πρόφτασε να τελειώσει τη φράση του κι ακούστηκε η πρώτη κανονιά. Και δεύτερη. Και Τρίτη. Και τέταρτη. Σκότωσαν πιο πέρα από μας έναν υπαξιωματικό και μερικά άλογα.
Η ανησυχία υπήρξε τότε έκδηλος. Μερικοί εύζωνοι της προσωπικής φρουράς του Στρατηγού, που στέκανε πιο κάτω στο πρανές του λοφίσκου, κινήθηκαν να φύγουν προς τα σπίτια του χωριού. Την κίνησή τους μιμήθηκε και ο παρακολουθών το Στρατηγείο ζωγράφος Γ. Στρατηγός. (Την άλλη μέρα ο αδελφός του Ξεν. Στρατηγός, σύνδεσμος του Γενικού Επιτελείου Στρατού με τη Στρατιά, τον παρακάλεσε να κατέβει στη Σμύρνη). Δημιουργήθηκε μικροπανικός στους οδηγούς των αυτοκινήτων που περίμεναν το Επιτελείο.
Ο Παπούλας, ευθύς μετά τους κανονιοβολισμούς, διέταξε τον Επιτελάρχη του Κ. Πάλλη:
- Κύριε Επιτελάρχα, δεν πάτε με τον Υψηλότατο στο τηλεφωνείο να συνδεθείτε με τα πρόσω, να μάθουμε αν έχουμε ελεύθερο δρόμο προς τα εκεί;
Προφανώς θέλησε να βρεθεί σχετικά πιο προστατευμένος ο Διάδοχος. Η θέση που βρισκόμαστε ήταν πολύ εκτεθειμένη.
Παρακολουθούσα ιδιαίτερα τη στάση του Διαδόχου. Προσπαθούσα να τον ψυχολογήσω και είχα πεισθεί ότι διατηρούσε πραγματικά απόλυτη ψυχραιμία.
Οι κανονιοβολισμοί αραίωσαν και τελικά κατάπαυσαν. Οι επιδρομείς αναχαιτίσθηκαν και αποχωρούσαν….
Κατέβηκα κι εγώ προς το τηλέφωνο, ένα νεόχτιστο ισόγειο σπιτάκι. Σε μα γωνιά του βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με το Διάδοχο. Αν τρέχαμε θα είχαμε συγκρουσθεί.
Γελώντας με εκείνο το σπάνιο σοβαρό του χαμόγελο μου είπε με φιλοπαίγμονα διάθεση:
- Άσχημα την έχουμε σήμερα, Αθανασιάδη!
- Έπαψαν τα κανόνια, μπορούμε να’ μαστε ήσυχοι τώρα, Υψηλότατε
- Πάμε να φύγουμε τώρα…
Κατεβήκαμε προς το σταθμό αυτοκινήτων. Αλλά ήταν χωρίς οδηγούς, άλλοι οδηγοί χωρίς αυτοκίνητα. Μερικοί έφτασαν στον κάμπο του Σαγγαρίου και διέδωσαν ότι το Στρατηγείο αιχμαλωτίστηκε.
Μόλις εδώθη το σύνθημα της αναχωρήσεως ο Διάδοχος με τον Λεβίδη μπήκαν σ’ ένα αυτοκίνητο κι έφυγαν ολοταχώς.
- Που είναι ο Υψηλότατος; Ρώτησε κάποια στιγμή ο Παπούλας.
- Αναχώρησε, Στρατηγέ.
- Πρώτος και μόνος; Δεν ήταν σωστό!
Και πραγματικά δεν ήταν σωστό. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι μπορούσε να παρουσιαστεί πιο μπροστά. Ο Γεώργιος ήταν πραγματικά ατρόμητος στρατιώτης.
Κάποτε βρήκα μια καμιονέτα με τα σκεύη των γραφείων του Επιτελείου. Πήδησα κι εγώ μέσα.
Στο αναμεταξύ χάθηκαν οι αποσκευές μας. Στρατοπεδεύσαμε έξω από το Ινλάρ Κατρατζή (το χωριό είχε μεταβληθεί σε απέραντο νοσοκομείο τραυματιών). Κοιμηθήκαμε σε σκηνές όπως-όπως. Το επόμενο πρωί από τη γειτονική του σκηνή, που είχε βγει να πλυθεί, άκουσα το Γεώργιο να μου φωνάζει:
- Μήπως σου βρίσκεται κανένα απολειφάδι σαπούνι, Αθανασιάδη; Δεν έχουμε να πλυθούμε.
- Υψηλότατε, θα βρούμε από κανέναν εύζωνα. Αυτοί έχουν τους γυλιούς τους.
Και πράγματι μια φέτα κουραμάνα μου είχαν προμηθέψει οι εύζωνοι. Δεν υπήρχαν τη μέρα εκείνη τρόφιμα!
Οι αποσκευές μας βρέθηκαν και τακτοποιηθήκαμε πάλι.
Πρέπει να σημειώσω ότι αν δεν βρισκόταν τυχαία εκεί το Απόσπασμα Λέφα, αλλά παρά τούτο. Και αν ήξεραν οι Τούρκοι ότι στο Ουζούμπεη βρισκόταν ο Διάδοχος του Θρόνου και ο Αρχιστράτηγος κι όχι ένας απλός σταθμός Επιμελητείας, θα επέμεναν και δεν ξέρει κανείς ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Μπορεί όμως ο καθένας να φανταστεί τα επακόλουθα.
Κιουτάχεια-Βασιλεύς Κωνσταντίνος
Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος έφθασε στην Κιουτάχεια με το Επιτελείο του (αρχηγός ο Βίκτωρ Δούσμανης) το απόμερο της 10ης Ιουλίου, ημέρα Σάββατο. Τον είχαν υποδεχθεί έξω από την πόλη, ο Αρχιστράτηγος Παπούλας με όλο το Επιτελείο της Στρατιάς. Ο Τούρκος Δήμαρχος Χουσεΐν-Χουσνή τον προσφώνησε και του πρόσφερε ασημένιο δίσκο (‘’κατά τα ελληνικά έθιμα’’, όπως είπε) ‘’άρτον και άλας’’, σαν απόδειξη ‘ και αφοσιώσεως΄΄. Ο Βασιλεύς άπλωσε, πήρε μια φέτα ψωμί, τη βούτηξε στο αλάτι… ‘’Όχι! Όχι!’’, ακούστηκε μια φωνή από την ακολουθία. Η αποτροπή του ενδεχόμενου κινδύνου δεν εισακούστηκε. Ο Βασιλεύς έφαγε από τη φέτα, έδωσε άλλη μια στον Παπούλα….
Σαν Ανάκτορο του Κωνσταντίνου είχε ετοιμαστεί το καλύτερο αρχοντικό της Κιουτάχειας, που ο νοικοκύρης του Μπέης έμενε στη Σμύρνη. Είχε ένδεκα δωμάτια και αρκετά μεγάλο κήπο με τα απαραίτητα σιντριβάνια του…
Τις δύο επόμενες ημέρες ο Βασιλεύς, συνοδευόμενος από τον Δούσμανη, συνεργάστηκε με το Επιτελείο της Στρατιάς και κατ’ ιδίαν με τον Παπούλα. Το θέμα ήταν: συνέχιση ή μη της εκστρατείας. Η γνώμη του Επιτελείου της Στρατιάς ήταν κατά της συνεχίσεως. Ο Επιτελάρχης Κ. Πάλλης είχε συντάξει και γραπτόν υπόμνημα.
Φαίνεται ότι ο Δούσμανης δεν συμφωνούσε ή απόφευγε να συμφωνήσει απολύτως με τις απόψεις της Στρατιάς. Το συμπεραίνω γιατί ο Παπούλας είχε εξεγερθεί εναντίον του μέχρις εξαγριώσεως.
- Μου έφεραν εδώ (μου έλεγε εμπιστευτικά) αυτόν τον αρχιραδιούργο, τον άπιστο άνθρωπο… Αυτόν που χώρισε και παντρεύτηκε τη γυναίκα του φίλου του και τον ανάγκασε ν’ αυτοκτονήσει! Μα έννοια σου, εγώ δεν θα τ’ ανεχτώ αυτά! Θα τον βάλω σε μια βάρκα και θα τον στείλω δεμένο στην Αθήνα…
- Στρατηγέ μου, προσπαθούσα να τον κατευνάσω, δεν είναι στιγμές αυτές για να εξάπτουμε πάθη… Η Πατρίδα βρίσκεται σε κρίσιμη θέση. Χρειαζόμαστε ομόνοια και συνεργασία…
- Να μ’ αφήσουν να κάμω τη δουλειά μου… Δεν ξέρουν τι καταχθόνιος άνθρωπος είναι! Τι μου τον έφεραν εδώ;
Λίγο άπραγος, ακόμα, εγώ την εποχή εκείνη από τα παρασκήνια των ‘’υψηλών κύκλων’’, έπεφτα σε βαθιά θλίψη με αυτά που άκουγα και οδυνηρό συναίσθημα έσφιγγε την ψυχή μου. Ώστε ο πόλεμος -κι ένας τέτοιος πόλεμος!- δεν διεξάγεται με διαρκή, αδιάπτωτη έξαρση πνευμάτων και ψυχών; Μπορεί να εμφιλοχωρήσουν προσωπικά πάθη την ώρα μιας υπέρτατης ευθύνης για τις τύχες της Πατρίδας; Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους μου!
Αλλά το κορύφωμα του εντυπωσιασμού μου σημειώθηκε ένα πρωινό που ήμουν πάλι στο Γραφείο του Παπούλα. Τον βρήκα ακόμη περισσότερο αναστατωμένο γιατί είχε πεισθεί τάχα για τις ραδιουργίες του Δούσμανη. Μου επαναλάβανε έντονα ότι θα τον ξαποστείλει δεμένο στην Αθήνα. Αδύνατο να του καταστείλω την οργή. Τη στιγμή της μεγαλύτερής του έξαψης χτύπησε η πόρτα και ο ευσταλής λοχίας ακόλουθός του, φέρνοντας το σχήμα, είπε:
- Στρατηγέ, ο Στρατηγός Δούσμανης!
- Να έλθει!
Βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση. Τι μπορεί να επακολουθήσει; Να μείνω; Να φύγω; Βέβαια έπρεπε να φύγω.
Ο Δούσμανης μπήκε ορμητικός, όπως ήταν η συνήθειά του, με το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο και το βλέμμα κατευθυνόμενο από τα κάτω προς τα άνω – κάπως έτσι, αν θυμάμαι καλά τη στάση του και την έκφρασή του. Μίλησε ούτε παγερά, αλλά ούτε ζεστά.
- Καλημέρα, Τάσο!
- Καλώς το Βίκτωρα! Κάθισε.
Χαιρέτησα και βγήκα. Η σκηνή θα μου φαινόταν απίστευτη αν τη διάβαζα σε μυθιστόρημα ή την άκουγα σε δραματικό θεατρικό έργο. Αλλά εγώ την είχα ζήσει ο ίδιος! Να επιτείνω ή να μετριάσω την πικρή μου θλίψη; Αισθάνθηκα κάτι σα χρέος ν’ αποκρύψω από όλους, από το μαχόμενο Έθνος, αυτά που ήξερα, σαν συμβάντα, μόνον εγώ. Διερωτήθηκα μήπως μεγαλοποιώ τη σημασία τους. Αλλ’ όσο μικρά και όσον ασήμαντα αν είναι, πόσες φορές στην Ιστορία από τα μικρά και απ’ τ’ ασήμαντα επηρεάστηκε σημαντικά η πορεία της!
Κατέβηκα τις σκάλες του Διοικητηρίου της Κιουτάχειας θορυβημένος, θολωμένος. Κοντοστάθηκα λίγο για να πω πιο ήρεμα στον εαυτό μου: ‘’είσαι άπειρος’’. Τα λόγια απέχουνε πολύ από τα έργα… Σε άλλη σελίδα γράφονται τα πρώτα, σε άλλη τα δεύτερα…
Και όμως η εξέλιξη των πραγμάτων δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τις παρασκηνιακές αυτές ανωμαλίες…
Στις 13 Ιουλίου η Ελληνική Κοινότις Κιουτάχειας έκαμε στο Μητροπολιτικό Ναό των Ταξιαρχών δοξολογία προς τιμήν του Βασιλέως. Από άγνοια δεν κάλεσε ξεχωριστά τη Στρατιά νομίζοντας ότι αφού κάλεσε το Μέγα Επιτελείο του Βασιλέως, ήταν καλεσμένες και όλες οι άλλες Αρχές. Ο Παπούλας δεν προσήλθε. Ούτε το Επιτελείο του. Διαρκούσης της δοξολογίας, έφθασαν στον Μητροπολιτικό Ναό, προερχόμενοι εκ Τουμλού Μπουνάρ ο Πρωθυπουργός Δ. Γούναρης, ο Υπουργός Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκης. Ήταν κατασκονισμένοι, πασπαλισμένοι ολόκληροι, κεφάλι, πρόσωπο, καπέλα, ενδύματα από παχύ στρώμα της υπεράφθονης Μικρασιατικής σκόνης…
Μετά τη δοξολογία είχαν προσφερθεί αναψυκτικά στο παρακείμενο Μητροπολιτικό Μέγαρο. Ο Βασιλεύς μίλησε λίγο ιδιαίτερα με τους Υπουργούς του. Κάποια στιγμή άκουσα το Γούναρη να ρωτά:
- Πότε θέλετε, Μεγαλειότατε, να συγκαλέσουμε Συμβούλιο και που;
- Δεν έρχεστε από το σπίτι μου κατά τις έξι το απόγευμα;
- Σύμφωνοι…
Επρόκειτο για το ιστορικό Πολεμικό Συμβούλιο, που αποφάσισε την εκστρατεία προς την Άγκυρα.
Γνωρίζοντας την επιμονή της Στρατιάς κατά της συνεχίσεως των επιθετικών εχθροπραξιών προς την Άγκυρα, αγωνιούσα το βράδυ εκείνο και πρόβλεπα διαφωνία. Και η αγωνία μου επετείνετο όσο παρετείνετο το Συμβούλιο. Βράδιασε καλά και δεν είχαν τελειώσει. Κάθισα στη Λέσχη Ανωτ. Αξιωματικών να δειπνήσω.
Σχεδόν κάθε βράδυ στην εκστρατεία δειπνούσα με το Στρατηγό Παπούλα, οι δυό μας. Εκείνος ήταν πολύ λιτοδίαιτος, ειδικά δε το βράδυ έτρωγε πολύ λίγο. Δε μπορώ να προσδιορίσω για ποιους λόγους, αλλά εκτός από τις ώρες εργασίας, που φυσικά, ήταν και ακανόνιστες στην εκστρατεία, ο Παπούλας , στις ώρες φαγητού προτιμούσε να είναι μόνος, χωρίς συντροφιά επιτελών του. Δεν ξέρω που είχαν διασκορπισθεί οι άλλοι δημοσιογράφοι (Ηλ. Βουτιερίδης, Σπ. Μελάς, Κ. Αθάνατος, Στρατής Καραβίας, Κ. Φαλτάιτς, Ανδρέας Τσαμόπουλος), πολλούς των οποίων φιλοξενούσα στη μεγάλη αίθουσα φυσικής του Διδασκαλείου, όπου είχα καταλύσει μόνος. Ήταν πλάι, στο πίσω μέρος του διοικητηρίου και κατάμπροστα στο σπίτι που κατάλυσε ο Παπούλας. Ανάμεσα ανοίγονταν μια πλατεία, που την έκλεινε στο κάτω μέρος η Λέσχη Ανωτέρων Αξιωματικών. Βημάτιζα ανήσυχος στην πλατεία εκείνη κατάμονος, αναμένοντας την επάνοδο του Αρχιστράτηγου. Με πλησίασαν oι Tαγματάρχες Π. Μπασακίδης και Ανδρ. Μεταξάς, ανήσυχοι κι εκείνοι για την έκβαση του μακρού Πολεμικού Συμβουλίου. Ήταν πλέον ώρα φαγητού και πήγαμε στη Λέσχη να δειπνήσουμε, βέβαιοι και οι τρείς ότι η παράταση της συζητήσεως στα Ανάκτορα πρόδιδε διαφωνίες.
Μόλις μας σερβίρισαν μια τοματόσουπα, εμφανίστηκε ο λοχίας ακόλουθος και μου είπε ότι ο Στρατηγός, επιστρέψας μόλις, με περίμενε να φάμε μαζί.
- Παρακαλώ να πείτε στο Στρατηγό ότι τον ευχαριστώ πολύ και θα έλθω σε λίγο. Δεν θ’ αργήσω.
Σε λίγα λεπτά ο λοχίας ξανάρθε φτερωτός:
- Ο Στρατηγός παρακαλεί ν΄ αφήσετε το φαγητό σας και να έρθετε επάνω.
Σηκώθηκα. ‘’Άσχημα τα πράγματα’’, ψιθυρίσαμε με τους ταγματάρχες. ‘’Θα σε περιμένουμε στην πλατεία μου είπαν, να μάθουμε τα νέα..’’
Ανέβηκα τρέχοντας. Αριστερά στο κεφαλόσκαλο ήταν η τραπεζαρία. Ο Στρατηγός είχε καθίσει στο τραπέζι και με περίμενε. Στάθηκα στην πόρτα περίπου έκπληκτος. Ήμουν βέβαιος ότι θα τον έβρισκα στενοχωρημένο. Απεναντίας ήταν γελαστός και τα μάτια του αστραποβολούσαν.
- Επικράτησαν οι γνώμες σας; Ρώτησα κολλημένος στην πόρτα.
- Έλα, κάτσε να φάμε, αγαπητέ Γιώργο κι όλα θα πάνε καλά!
Προχώρησα προς το τραπέζι
- Δε μπορώ να σας κρύψω την ανησυχία μου, Στρατηγέ! Αλλάξατε γνώμη;
- Κάθισε να φάμε πρώτα και θα τα πούμε. Μου έστειλε μια ψημένη γίδα από το Μέτωπο ο Βλάσης Καραχρήστος (Συνταγματάρχης, που σκοτώθηκε λίγες ημέρες μετά στο Σαγγάριο). Έχω και καλό κρασί της Προύσας.
Κάθισα. Ο Στρατηγός μόλις πήρε ένα μεζέ από το ψητό. Τσουγγρίσαμε τα ποτήρια. Ήπιε δύο σταγόνες κρασί.
- Ο Θεός βοηθός! Όλα θα πάνε καλά!
Χρειάστηκε να πιώ λίγο περισσότερο για να συνέλθω, για να εγκαρδιωθώ…
- Στρατηγέ μου, ανυπομονώ! Αν καταλαβαίνω καλά, αποφασίσατε εκστρατεία για την Άγκυρα.
- Όχι ακριβώς εκστρατεία. Μια επιθετική επιδρομή ραγδαίως. Θα φτάσουμε στην Άγκυρα. Θα καταστρέψουμε τις βάσεις του. Γυρίζοντας θα ξηλώσουμε τη σιδηροδρομική γραμμή. Και θα στρατοπεδεύσουμε απέναντι από την Κωνσταντινούπολη για να εκβιάσουμε την πολιτική λύση.
Υπογράμμιζε τα λόγια του κινώντας τις δυο παλάμες του δεξιά-αριστερά, στριμμένες προς τα μέσα, ωσάν εκεί μέσα να ήταν οι δρόμοι προς την Άγκυρα και οι σιδηροδρομικές γραμμές.
- Λυπάμαι, αλλά μετά από όσα έχω ακούσει από σας και το Επιτελείο σας δεν μπορώ να συμμεριστώ την αισιοδοξία σας…
- Όλα θα πάνε καλά, βρε Γιώργο! Αφού ήταν τυχερό να μπούμε και στην πόλη! Ας φτάσουμε ως εκεί, πρώτα ο Θεός, κι έπειτα τελεία και παύλα στο στρατιωτικό! Θα κατεβούμε κάτω και θα φκιάσουμε ένα συνδυασμό στην Αιτωλοακαρνανία, εγώ ο γηραιότερος κι εσύ ο νεότερος, που θα τους πάρουμε όλους στις εκλογές…
Εκλογές; Δεν μπορούσα να ανακατατοπιστώ, να προσανατολιστώ.
- Στρατηγέ μου, εξακολουθώ να είμαι ζαλισμένος από τη μεταστροφή. Το υπόμνημα του Κ. Πάλλη, οι δυσκολίες ανεφοδιασμού το επικείμενο φθινόπωρο με τις βροχές του, η βέβαιη υποχώρηση του Κεμάλ με ανέπαφες όμως τις δυνάμεις του.
- Αυτό που επιχείρησε προχτές ο Κεμάλ, (την επιθετική επιστροφή της 8ης Ιουλίου, που πραγματικά υπήρξε η μεγαλύτερη νίκη μας) δε θα μπορέσει να το επαναλάβει με το μάθημα που του δώσαμε.
- Σήμερα, αύριο ίσως… Αλλά το μέλλον είναι μπροστά μας. Κι είναι μακρύ!
- Θα λάβουμε τα μέτρα μας για το μέλλον… Θα συσπειρωθούμε εκεί που πρέπει.
- Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς σας έκαμε να μεταπεισθείτε εσείς αντί να μεταπείσετε τους άλλους. Επιμείνατε στις απόψεις σας;
- Βεβαίως. Και τότε ο Γούναρης μου είπε: ‘’Προσέχω τις γνώμες σας Στρατηγέ, αλλά είναι κι άλλοι που έχουν γνώμες αντίθετες και αναλαμβάνουν τις ευθύνες.’’
Ο Παπούλας νόμισε ότι ‘’οι άλλοι’’ ήταν, ποιος άλλος; Ο Δούσμανης!
- Φιλοδόξησε ο ραδιούργος να πάρει την Αρχιστρατηγία και να γίνει και πορθητής της Κωνσταντινουπόλεως! Όχι!
- Ο Βασιλεύς, τον ρώτησα, τι γνώμη διατύπωσε;
- Ο Βασιλεύς μας άκουγε όλους σιωπηλός χωρίς να εκφέρει γνώμη. Όταν στο τέλος ο Γούναρης με ρώτησε αν θα αναλάβω την ευθύνη της επιχειρήσεως ή όχι, έστρεψα και κοίταξα τον Βασιλιά με κοίταζε κι εκείνος κατάματα με τα μεγάλα γαλανά του μάτια. Προσπάθησα να μαντέψω τη γνώμη του, την επιθυμία του… Μου φάνηκε τη στιγμή εκείνη ότι ήθελε, ότι με παρακινούσε να πω ‘’Ναι!’’. Και το είπα!
Έτσι ελήφθη η απόφαση του Πολεμικού Συμβουλίου της Κιουτάχειας για την εκστρατεία στην Άγκυρα! Ανθρώπινα πράγματα, πολύ ανθρώπινα…
Έχουν γραφεί πολλά και διάφορα για την απόφαση εκείνη. Και τα εντελώς αντίθετα ακόμη! Ότι δηλαδή ο Παπούλας, με την ασυγκράτητη ορμητικότητά του και την άμετρη φιλοδοξία του, παρέσυρε εκείνος τον Βασιλιά και τον Γούναρη στην εκστρατεία της Άγκυρας!
Βεβαιώνω κατηγορηματικά ότι τα πράγματα μου τα αφηγήθηκε ο Παπούλας όπως τα εξέθεσα προηγουμένως, ζεστά-ζεστά ακόμα την ώρα εκείνη – μια περίπου ώρα μετά τη λήξη του Πολεμικού Συμβουλίου.
Και τώρα οφείλω μια διαλεύκανση. Δεν μπορώ να ξέρω τι διαβουλευόταν και τι σχεδίαζε ο Στρατηγός Δούσμανης, που τόσο τον υποπτευόταν ο Παπούλας ως τον κύριο ‘’άλλον’’ που επηρέασε τον Γούναρη. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο Γούναρης κι ο Θεοτόκης, μόλις έφτασαν στην Κιουτάχεια, 10 το πρωί της 13ης Ιουλίου, ανέβηκαν στο Στρατηγείο, όπου δεν βρήκαν ούτε τον Παπούλα, ούτε τον Πάλλη. Βρήκαν τον υπαρχηγό του Επιτελείου Πτολεμαίο Σαριγιάννη, ο οποίος έχαιρε φήμη αρίστου επιτελούς, ήταν δε πραγματικά σ’ όλη την εκστρατεία επιμελέστατος, διαρκώς σκυμμένος στους χάρτες του και με όσον είναι δυνατόν στενή επαφή με τα πρόσω. Επειδή ήταν Βενιζελικής προελεύσεως, από τους λίγους χρησιμοποιηθέντες ‘’φυσικούς ηγέτες’’ του Στρατού, είχε εξ αντιδιαστολής αν μπορεί να λεχθεί, επαυξημένο κύρος. Δι’ ο και είχε χρησιμοποιηθεί σε τόσο υψηλή θέση.
Τον Σαριγιάννη βρήκαν στο Επιτελείο ο Γούναρης κι ο Θεοτόκης, με αυτόν συζήτησαν πρώτο το σχέδιο της Κυβερνήσεως να επιχειρηθεί πλήγμα στον Κεμάλ με την άλωση της Άγκυρας και από αυτόν εγκαρδιώθηκαν και ενισχύθηκαν για την δυνατότητα επιτυχούς εφαρμογής του σχεδίου τους. Ο Σαριγιάννης κρινόταν από τους συναδέλφους του ως πάντοτε υπερβολικά αισιόδοξος. Αν ο Γούναρης κι ο Θεοτόκης ‘’έπεφταν πάνω’’ στον ψύχραιμο, λογικό, σοβαρό Επιτελάρχη Πάλλη, μπορεί να είχαν αναχαιτιστεί! Μπορεί… Πάντως στη Δοξολογία της 13ης Ιουλίου 1921, οφείλονται όλες οι μοιραίες συμπτώσεις, που κατ’ εμέ επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη.
Κατέβηκα βιαστικός από το σπίτι του Στρατηγού. Μας είχε κοινοποιηθεί Φύλλο Πορείας και την άλλη μέρα πρωί-πρωί, (ώρα 5) όλοι οι δημοσιογράφοι έπρεπε να φύγουμε με μια καμιονέτα για το Δορύλαιο, οπού μετά δύο ημέρες θα ερχόταν κι ο Βασιλεύς για επιθεώρηση της Στρατιάς. Κρατούσα μεγάλο μυστικό μέσα μου και με βασάνιζε. Πρώτα, γιατί δε μπορούσα να δημιουργήσω τεχνητή αισιοδοξία (εγώ ο πάντοτε αισιόδοξος) για την έκβαση της επιχειρήσεως. Δεύτερον, γιατί δε μπορούσα να σταθμίσω εύκολα το πρακτέο μεταξύ του μυστικού, που μου εμπιστεύτηκε ο Στρατηγός και του δημοσιογραφικού μου καθήκοντος. Η δημοσιογραφική μου δεοντολογία ήταν πολύ αυστηρή. Και την τηρούσα πάντοτε. Δεν έκαμα ποτέ κατάχρηση, ούτε καλή χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών. Αλλά τη στιγμή εκείνη η είδηση ήταν μεγάλης ιστορικής σημασίας. Αν την αποσιωπούσα εγώ για λόγους εθνικής ασφαλείας, δεν ήμουν βέβαιος ότι θα την αποσιωπούσαν οι άλλοι συνάδελφοι, που μπορεί να είχαν επικοινωνία τη νύχτα με το Γούναρη και να είχαν ψαρέψει κάτι, αφού μερικοί από αυτούς ήταν της εμπιστοσύνης του. Τι να κάμω;
Στην πλατεία κάτω με περίμεναν οι δύο ταγματάρχες ανυπόμονοι. Τους είπα μασημένα λόγια και με την πρόφαση ότι θα έπρεπε να φύγω πολύ πρωί ανέβηκα γρήγορα στο υπνωτήριό μου. Φανταζόμουν ότι και οι άλλοι δημοσιογράφοι θα ήταν ανήσυχοι και διεγερμένοι. Απόρησα όταν τους βρήκα να κοιμούνται ήσυχα-ήσυχα τον ύπνο του δικαίου. Ο Ηλίας Βουτιερίδης κοιμόταν μαζί μου επάνω στο μεγάλο τραπέζι των φυσικών πειραμάτων, όπου είχα επιστρώσει κατακαίνουργιο διπλό στρώμα, που μου προμήθεψε από κάποια προίκα καλής νοικοκυροπούλας ο Τούρκος Δήμαρχος. Ο Κτεναβίας και ο Τσαμόπουλος αναπαύονταν στρωματσάδα στο πάτωμα επάνω σε στρατιωτικές κουβέρτες (μια νύστα λίγο έλειψε να τους σκοτώσουν σφαίρες από Μάλιχερ, που είχαν τρυπήσει το πάτωμα. Στο υπόγειο στρατωνιζόταν ο Λόχος Στρατηγείου και στην αλλαγή φρουράς ξέφυγαν από αμέλεια μερικές σφαίρες). Έκαμα όσο μπορούσα πιο αθόρυβα για να μη τους ξυπνήσω. Είχαμε ηλεκτρικό φως ως τα μεσάνυχτα. Άναψα ένα σπαρματσέτο και κάθισα σ’ ένα μαθητικό θρανίο, που είχε μείνει στην αίθουσα. Έπρεπε να γράψω κάτι. Αλλά τι να γράψω; Βρήκα τη διέξοδο να μεταδώσω την είδηση υπό το κάλυμμα ότι ο στρατός είναι ασυγκράτητος και το πνεύμα του στρατοπέδου δεν μπορούσε παρά να παρασύρει την ηγεσία για περαιτέρω προέλαση. Τόρνευσα κάπως έτσι την ανταπόκρισή μου χωρίς να γράψω τίποτα για συγκεκριμένη απόφαση του Πολεμικού Συμβουλίου, αλλά έβαλα ο ίδιος τους τίτλους από πάνω. Κι ο πρώτος ολοσέλιδος τίτλος ήταν ‘’προς την Άγκυρα!’’. Καλά τα γράψαμε, αλλά πως τα στέλνουμε τώρα; Αυτό ήταν το δυσκολότερο μέρος. Έστελνα τους φακέλους μου στο Πρακτορείο Εφημερίδων Ουσάκ κι αυτοί τους έστελναν στη Σμύρνη, όπου τους παράδιναν στον πλοίαρχο του ατμόπλοιου ‘’Ελευθερία’’, που έκαμε τη γραμμή Πειραιώς. Είχα παρακαλέσει τον πλοίαρχο να τους δίνει προσωπικώς στο Διευθυντή της ‘’Πολιτείας’’ Θ. Νικολούδη. οι πιθανότητες να φτάσουν στα χέρια του δεν ήταν πολλές, αλλά ουκ ην άλλως γίγνεσθαι! (Μερικοί έξυπνοι συνάδελφοι δεν το κούνησαν από το Ουσάκ. Κι όταν έφταναν οι φάκελοί μας από το Μέτωπο, πείθοντας τον Πράκτορα ότι είμαστε συνεννοημένοι, τους άνοιγαν. Κι όχι μόνον αντιγράφανε τις ειδήσεις μας, αλλά μερικές φορές έσβηναν την υπογραφή μας, έβαζαν τη δική τους και η ανταπόκρισή μας διαβιβάζονταν αυτούσια στη δική τους εφημερίδα! Απίστευτο αλλά αληθέστατο! Ιδιόχειρή μου ανταπόκριση την είδα δημοσιευμένη, άθικτη, με άλλη υπογραφή στη ‘’Νέα Ημέρα’’.΄
Πλύθηκα πρόχειρα, έκλεισα το βαλιτσάκι μου εκστρατείας…
- Δε θα κοιμηθείς καθόλου; Μου είπε αγουροξυπνημένος ο Βουτιερίδης.
- Που να κοιμηθώ; Σε λίγο φεύγουμε! Ετοιμαστείτε γρήγορα κι εσείς…..
Κατέβηκα στην κεντρική πλατεία μπρος στο Διοικητήριο. Από κει φεύγανε τα αυτοκίνητα για το Τομλού-Μπουνάρ, όπου είχε αφετηρία ο σιδηρόδρομος Ουσάκ-Σμύρνης. Έψαχνα να βρω γνωστό μου πρόσωπο να του εμπιστευτώ το φάκελο. Να σου μπροστά μου φίλος μου Λοχαγός του Μηχανικού, που υπηρετούσε στις Μεταφορές.
- Έχεις αγαπητέ Κώστα πρόσωπο εμπιστοσύνης να του δώσω ένα φάκελο για κάτω;
- Εμπιστοσύνης; Γιατί, εγώ τάχα, δε σου εμπνέω εμπιστοσύνη;
- Κατεβαίνεις κάτω; Ναι, στη Σμύρνη! Φέρε το φάκελο.
- Στη Σμύρνη; Σώθηκα! Παρακαλώ μόνο κάμε τον κόπο να τον παραδώσεις ο ίδιος στον πλοίαρχο της ‘’Ελευθερίας’’.
- Έγινε!
Ο πρόθυμος φίλος με την φιλοπαίγμονη πάντα διάθεση, δεν ήταν άλλος από τον αείμνηστο Κώστα Μανιαδάκη.
Ο φάκελος εκείνος έφτασε ωσάν με ταχυδρομική περιστέρα στην Αθήνα πολύ γρήγορα και στην ‘’Πολιτεία’’ της δημοσιεύτηκε η ανταπόκριση με μαύρα γράμματα. Γέμιζε όλη την πρώτη σελίδα με πρώτο τίτλο ‘’Προς την Άγκυρα!’’ (Είχα εγκλείσει σημείωμα προς τον Νικολούδη να μην αλλάξουν τους τίτλους μου. Γιατί σ’ αυτούς περιείχετο η πραγματική είδηση. Καθώς εύκολα εννοείται, η είδηση αποτελούσε μεγάλο δημοσιογραφικό ‘’λαβράκι’’. Όλες οι άλλες εφημερίδες είχαν μεσάνυχτα…
Η καμιονέτα ήταν έτοιμη. Μόνον η πίσω-πίσω θέση ήταν ελεύθερη. Με φώναξαν. ‘’Έλα και θα φύγουμε!’’. Μας έδωσαν από ένα παλιό Μάλιχερ στον καθένα. Γελώντας τους είπα: ‘’Είμαι λοχίας των ευζώνων! Σε ώρα ανάγκης θα αναλάβω την ηγεσία σας.’’
Επικεφαλής της δημοσιογραφικής ομάδας όμως ήταν ο απεσταλμένος του Γραφείου Τύπου Αθηνών Μίμης Σβολόπουλος. Κάθισα κατ’ ανάγκη πίσω-πίσω κι άρχισα να εισπράττω τη μεγαλύτερη μερίδα από την άφθονη σκόνη. Είχαμε κάνει καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα.
Ο Σπύρος Μελάς με τον Κώστα Αθάνατο έπιασαν έναν καυγά τρικούβερτο. Ανταλλάζανε βρισιές, απανωτές βρισιές. Λίγο έλειψε να ‘ρθούνε στα χέρια. Λίγο έλειψε να σηκώσουν τα Μάλιχερ. Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να τους σταματήσω.
- Για σταθείτε βρε παιδιά! Καυγαδίζετε αντί να σκεφτείτε γιατί βιάστηκαν να μας διώξουν σήμερα από την Κιουτάχεια για το Δορύλαιο ενώ ο Βασιλεύς θα πάει εκεί μετά από δύο ημέρες. Μήπως το έκαναν για να μη μάθουμε την απόφαση του χθεσινοβραδινού Πολεμικού Συμβουλίου;
Ο καυγάς κόπασε ως δια μαγείας. Ο Σπύρος Μελάς (καθόταν πλάι μου) μπήκε αμέσως στο νόημα. Και φώναξε:
- Μας την έφκιασε ο Κραββαρίτης! Έμαθε την απόφαση και την έστειλε κιόλας!
…..Ο Βουτιερίδης με την αδιατάραχτη ηρεμία του και τη χαμηλή του φωνή, είπε:
- Έγραφε όλη νύχτα! Δε κοιμήθηκε καθόλου!
Έστριψε προς τα μένα ο Μελάς:
- Έλα, πατριωτάκι, είχε γεννηθεί κι αυτός στη Ναύπακτο) πες μου την αλήθεια. Έμαθες, έγραψες τίποτα;
- Αφού δεν έμαθε κανείς από σας, που έχετε και φιλικές σχέσεις με την Κυβέρνηση, πως θα μάθαινα εγώ… Είχα καιρό να στείλω ανταπόκριση κι έγραψα χθες τη νύχτα για τη δοξολογία και τα λοιπά…
- Δεν τ’ αφήνεις αυτά;
Ο Μελάς, φτασμένος από καιρό δημοσιογράφος περιωπής, είχε μια ευσυνειδησία κι ένα αίσθημα ευθύνης πρωτόπειρου δημοσιογράφου, που μόλις άρχιζε την καριέρα του, κι έτρεμε μήπως πέσει σε καμιά γκάφα. Αφού σχημάτισε την πεποίθηση ότι εγώ είχα μάθει την απόφαση κι έγραψα ήδη στην Αθήνα, φώναξε:
- Σοφέρ, στάσου! Θα γυρίσουμε πίσω στην Κιουτάχεια!
- Δεν είσαι καλά, του είπε ο ‘’επικεφαλής’’ Σβολόπουλος. Έχουμε όλοι κοινό φύλλο πορείας από το Φρουραρχείο Κιουτάχειας για Δορύλαιο. Πως μπορούμε να γυρίσουμε πίσω;
- Σταθείτε! Ξαναφώναζε, σταθείτε! Εγώ θα κατέβω και θα γυρίσω μόνος μου στην Κιουτάχεια…
- Δεν είσαι καλά! Εικοσιπέντε χιλιόμετρα! Θα σε πεταλώσουν στο δρόμο οι Τσέτες!
(Κυκλοφορούσε πολύ τότε στο στρατόπεδο η φήμη ότι πτώματα στρατιωτών μας, που είχαν πέσει στα χέρια άτακτων Τούρκων ‘’τσετών’’ βρέθηκαν πεταλωμένα)
Τρομάξαμε να συγκρατήσουμε τον αείμνηστο Μελά. Αλλά το θύμα υπήρξα εγώ. Γιατί σε όλη τη διαδρομή μέχρι Δορυλαίου δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να προσπαθεί να μου αποσπάσει με χίλιους τρόπους το μυστικό αν πραγματικά είχα μάθει την απόφαση του Πολεμικού Συμβουλίου και προπάντων αν είχα ήδη στείλει ανταπόκριση επ’ αυτού. Φυσικά, ξέφυγα μέχρι τέλους από την πολιορκία του. Αλλά όταν σε λίγες ημέρες έφτασαν στο Δορύλαιο τα Αθηναϊκά φύλλα της 19ης Ιουλίου και μόνον η ‘’Πολιτεία’’ ανέγραφε την απόφαση της προελάσεως προς Άγκυρα με εκτενή πρωτοσέλιδη ανταπόκριση από την Κιουτάχεια, ο Μελάς δεν μπορούσε να κρύψει τη στενοχώρια του και έκαμε παράπονα στο Επιτελείο. Είχε δε εντείνει την δραστηριότητά του. Είχε πολλές αρετές και, όπως όλοι μας, όχι λίγα ελαττώματα. Αλλά η δημοσιογραφική του ευσυνειδησία ήταν μοναδική!
Έγραψα πιο πάνω ότι ο Παπούλας ήταν προληπτικός. Πρόσεχε πολύ τους οιωνούς και τα όνειρα, σαν τους παλιούς στρατηλάτες. Την ημέρα που θα ξεκινούσε το Στρατηγείο του από το Δορύλαιο για την εκστρατεία του Σαγγαρίου, είχα πάει πρωί-πρωί στο σπίτι του για να επιβιβασθώ κι εγώ στο αυτοκίνητο του υπασπιστή του Διαλέτη. Βρήκα το Στρατηγό κακόκεφο. Τη νύχτα είχε πιάσει φωτιά το σπίτι που κατοικούσε. Σημάνθηκε μικρός συναγερμός και το πυρ κατεστάλη με μικρές ζημιές. Ο Παπούλας όμως εντυπωσιάστηκε. ‘’Κακός οιωνός!’’ μου ψιθύρισε μόλις με είδε. ‘’Μπορεί να είναι και καλός!’’ του είπα χρησιμοποιώντας λίγο την…ομοιοπαθητική μέθοδο για να διασκεδάσω τον εντυπωσιασμό. Αλλά δεν το κατόρθωσα. ‘’Όχι, όχι, κακοσημαδιά είναι!’’. Στην πραγματικότητα κι εγώ μέσα μου δεν το θεωρούσα καλό σημάδι…
Το πρώτο χωριό που επισταθμεύσαμε, ήταν ένας νεόχτιστος συνοικισμός Τουρκο-Τατάρων μεταφερμένων από κάπου αλλού. Τα σπίτια του ήταν επιμήκη, ορθογώνια, ισόγεια. Τακτοποιηθήκαμε για ύπνο. Την νύχτα έπιασε ψιλή βροχή. Αυτό δεν ήταν πράγματι καλός οιωνός. Γιατί άρχιζαν πρώιμα τα πρωτοβρόχια και λάσπωναν οι δρόμοι. Η προέλαση δεν θα ήταν εύκολη. Πολύ δύσκολος θα ήταν ο ανεφοδιασμός. Κι ακόμα δυσκολότερη η επιστροφή, που θα την προέβλεπε σύντομη το σχέδιό μας. Πήγα στο δωμάτιο του Παπούλα να πάρουμε τον πρωινό καφέ. Τον βρήκα πολύ κακόκεφο.
- Είδα ένα πολύ κακό όνειρο απόψε! Μου είπε.
- Αν ήταν να πιστεύουμε τα όνειρα!… Έσπευσα να πω.
- Άκουσε και πες μου αν δεν είναι παράξενο…
Μου διηγήθηκε τι είδε. Τον διατάξανε, τάχα, ν’ ανεβεί σε μια ψηλή ανεμόσκαλα, που βρέθηκε μπροστά του. Κι άρχισε ν’ ανεβαίνει. Όταν ανέβηκε αρκετά σκαλιά, τότε μόνο παρατήρησε ότι το άνω άκρο της σκάλας που έφτανε ως τον ουρανό δεν ακουμπούσε πουθενά. Έμενε στο κενό, στο άπειρο, αστήριχτο. ‘’Θ’ ανατραπεί η σκάλα και θα γκρεμιστώ!’’ σκέφτηκε. Και ξύπνησε τρομαγμένος.
Μου έκανε κι εμένα μεγάλη αίσθηση το όνειρο εκείνο, που αποδείχτηκε εκ των υστέρων προφητικό .
- Άσχημο όνειρο! Ξανάπε ο Στρατηγός. Δεν θα τα βγάλω πέρα!.. Δε θα φτάσω στο σκοπό…
- Παλιόνειρα…ψιθύρισα εγώ, αν και μου είχε κάμει μεγάλη αίσθηση…
- Πάμε τώρα! Είπε ζωηρά ο Παπούλας, ορθώνοντας το ψηλό του ανάστημα και ισιάζοντας την εξάρτησή του ωσάν να επιδείξει στον ίδιον τον εαυτό του το αμείωτο θάρρος του.
Επόμενος σταθμός μας ήταν το Ουζούμπεη. Ασήμαντο χωριουδάκι στην κορφή και στο ανάπλαγο χαμηλών μικρών βουνών, που κατέβαιναν ομαλά σε μια μακρόστενη κοιλάδα καταπράσινη. Ανάμεσά της κυλούσε τα λίγα του νερά ένα ποταμάκι. Από την άλλη πλευρά τα βουνά ήταν ψηλότερα κι ορθοκομμένα απότομα, θαρρείς με το μαχαίρι. Κάτω εκεί κάναμε τον περίπατό μας. Θυμάμαι πως εκείνο το απόβραδο ‘’έκοβαν βόλτες’’ στο μαλακό γρασίδι της κοιλάδας ο Πρίγκιψ Διάδοχος (τότε) Γεώργιος με τον υπασπιστή του Δημ. Λεβίδη. Πιο εδώ εγώ με τον συνταγματάρχη (αντιστράτηγο τώρα) Γεώργιο Σπυρίδωνος. Σαν αρχηγός του Δ’ Γραφείου (Μεταφορών) της Στρατιάς, μου επαναλάμβανε τις ανησυχίες του για τον ανεφοδιασμό σε περίπτωση βροχών. Είχαμε ήδη κακή πείρα της καταστάσεως των κονιορτοβριθών πρωτόγονων δρόμων… Ξάφνου είδα στην ψηλότερη κορυφογραμμή να διαγράφονται οι σιλουέτες των ανδρών και των υποζυγίων στρατιωτικού τμήματος εν πορεία προς τα μετόπισθεν. Ανησύχησα. Εχθρός; Τους έδειξα στον Σπυρίδωνος.
- Α, είναι το απόσπασμα του Λέφα, που κλιμακώνεται για την ισχυρότερη προστασία των μετόπισθεν.
Καταυλίσθηκε τη νύχτα εκεί γύρω στο Ουζούμπεη. Κι αυτό στάθηκε η σωτηρία του Στρατηγείου της Στρατιάς. Γιατί πρωί-πρωί (κι αφού είχε φύγει για τον επόμενο σταθμό μας στο Ινλάρ Κατραντζί ο λόχος φρουράς Στρατηγείου) εκδηλώθηκε σοβαρή επίθεση τουρκικής μεραρχίας ιππικού. Διατηρώ την πεποίθηση ότι αν γνώριζαν ότι εκεί στάθμευε το Επιτελείο της Στρατιάς κι ο Διάδοχος Γεώργιος μαζί του, θα ήταν αποφασιστικότεροι στην επίθεσή τους και ίσως… Ευτυχώς έσωσε την κατάσταση το απόσπασμα του Λέφα. Με τους πρώτους ακροβολισμούς έγινε αντιληπτό ότι επρόκειτο για σοβαρή εχθρική δύναμη. Όπως είμαστε συγκεντρωμένοι, έτοιμοι για αναχώρηση, στην κορυφή ενός λοφίσκου, ρώτησα τον Σαριγιάννη πως κρίνει τα συμβαίνοντα.
- Όσο δεν ακούς κανόνι, μου είπε, δεν υπάρχει κανείς κίνδυνος…
Δεν πρόστασε να τελειώσει τον λόγο του και πέφτουν μια, δύο, τρείς, τέσσερις αλλεπάλληλες κανονιές. Σκοτώθηκε ένα μεταγωγικό ζώο, τραυματίστηκε ένας λοχίας, νομίζω.
Ο Παπούλας μ’ ένα βλέμμα μου έδειξε τον Διάδοχο Γεώργιο και μου εξέφρασε την ανησυχία του, σα να έλεγε:
- Καλά εμείς, ας γίνει ότι γίνει. Τι θα κάνουμε με τον Διάδοχο;!
Στο άκουσμα και άλλης κανονιάς είπε στον επιτελάρχη του Πάλλη:
- Δεν πάτε με τον Υψηλότατο στο τηλεφωνείο να μάθετε τι γίνεται μπροστά;… Έφυγε τάχα το Στρατηγείο του Πρώτου Σώματος Στρατού από το Ινλάρ-Κατραντζί για να προχωρήσουμε κι εμείς.
Το ‘κανε για να βρεθεί πιο προφυλαγμένος κάτω από στέγη ο Διάδοχος.
Έπειτα έδωσε διαταγή στον λοχαγό τότε (τώρα αντιστράτηγο) Χρ. Καράσσο να ειδοποιήσει την κυρία Ν. Τρικούπη, που ήταν επικεφαλής νοσοκόμων κινητού χειρουργείου, να επιστρέψει με τις άλλες κυρίες προς τα μετόπισθεν, όπου θα ήταν ασφαλέστερες. Ακόμα δεν έχει σβήσει στην ψυχή μου το ρίγος συγκίνησης που αισθάνθηκα τότε, όταν η κυρία Τρικούπη αρνήθηκε, λέγουσα ότι θα παραμείνουν εκεί πιστές στο καθήκον τους αδιαφορώντας για τον κίνδυνο.
Ο Λέφας απόκρουσε την επίθεση της τουρκικής μεραρχίας ιππικού. Διατάχθηκε η αναχώρηση. Στον όρχο αυτοκινήτων είχε σημειωθεί μικροπανικός, μερικά αυτοκίνητα έφυγαν προς τα πίσω. Στη γέφυρα του Σαγγαρίου έφτασε η διάδοση ότι αιχμαλωτίστηκε το Στρατηγείο.
Ο Διάδοχος Γεώργιος μπήκε με το Λεβίδη στο πρώτο αυτοκίνητο που βρήκε κι έφυγε ολοταχώς πρώτος προς το Ινλάρ-Κατραντζί, προς μεγάλη ανησυχία του Παπούλα, γιατί κανείς δεν γνώριζε αν ο δρόμος ήταν ελεύθερος. Εγώ κατόρθωσα να επιβιβαστώ σ’ ένα καμιόνι γεμάτο λυόμενα τραπέζια και κιβώτια εκστρατείας του Στρατηγείου. Σταματούσε κάθε λίγο και το σπρώχναμε. Ξεθεωθήκαμε όσο να φτάσουμε.
Είχαμε χάσει τις αποσκευές μας φορτωμένες σ’ ένα καμιόνι(τις βρήκαμε κατόπι) και θυμάμαι ότι το άλλο πρωί ο Διάδοχος Γεώργιος δεν είχε με τι να πλυθεί…
- Κύριε Αθανασιάδη! Μου φώναξε έξω από τη σκηνή του, μήπως σου βρίσκεται κανένα απολειφάδι σαπούνι;! Μα που να μου βρίσκεται! Πλυθήκαμε μόνο με νερό. Μου έκαμε εντύπωση η φράση του ‘’απολειφάδι σαπούνι’’ και την έχω ακόμη σαν έναυλη στ’ αυτιά μου. Μας έλειψε κι η τροφή. Ένας εύζωνας του Λόχου Στρατηγείου Ναυπάκτιος (Θωμάς Κολοβός, τον είχα στεφανώσει κατόπιν) μου έδωσε ένα κομμάτι κουραμάνα. Και φυσικά αποτέλεσε ένα από τα ωραιότερα γεύματα της ζωής μου!
Βομβαρδισμός του Στρατηγείου από αεροπλάνο-Σαγγάρειος-Πρίγκηπας Ανδρέας
Τουρκικό αεροπλάνο είχε βομβαρδίσει το Στρατηγείο του Γ’ Σώματος Στρατού (Σωματάρχης Πολυμενάκος, Επιτελάρχης Σπυρόπουλος ). Σκοτώθηκε ένας λοχίας και τραυματίστηκαν οι δημοσιογράφοι Στρατής Κτεναβέας και Κων. Φαλτάιτς. Ζήτησα μέσον να μεταβώ εκεί. Πήγαινε με αποστολή ο Λοχαγός του Μηχανικού Τζιώτης, πήγα κι εγώ. Δεν πρόφτασα τους τραυματίες συναδέλφους. Προχώρησα έως την ένατη μεραρχία. Διοικητής ήταν ο Καλλίνσκης και Επιτελάρχης ο Βλάσσης Τσιρογιάννης (που κατά την πρώτη φάση των επιχειρήσεων ήταν αρχηγός ανεξάρτητου αποσπάσματος δυνάμεως σχεδόν μεραρχίας). Ο Παπούλας, γνωρίζοντας τη δυσανασχέτηση του Τσιρογιάννη για τη νέα του (σαν υποβιβαστική) τοποθέτηση, μου είπε να του πω ιδιαιτέρως ότι κατ’ ουσία σ’ αυτόν είχε εμπιστευθεί τη Διοίκηση της Μεραρχίας, να ήτο δε βέβαιος ότι οι νέες υπηρεσίες του θα αναγνωριστούν και με την πρώτη ευκαιρία θα του ανατεθεί Μεραρχία. Ανέβηκα στο παρατηρητήριο του Στρατηγείου. Σε κάτι ξηρούς μεγαλόπετρους βράχους, που δέσποζαν της κοιλάδας του Σαγγαρίου, υπεράνω της γέφυρας Πολατζή. Απέναντι ορθώνονταν οι περίφημοι Δίδυμοι Λόφοι από τους οποίους βαρύ τουρκικό πυροβολικό Σκόντα έβαλε συνεχώς εναντίον των θέσεων μας. Στη ρίζα των Διδύμων λόφων ήταν σφηνωμένο ένα δικό μας Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Κιτρινιάρη. Η θέση του, μολονότι άβλητη από τα πυρά του υπερκείμενου τουρκικού πυροβολικού, ήταν πολύ δυσχερής. Επαναφέρω στη μνήμη μου την εικόνα με πολλή, ακόμα τώρα, συγκίνηση…
Κάλεσα ιδιαιτέρως τον Τσιρογιάννη, μπήκαμε στη μεγάλη σχισμή του βράχου και του μετέδωσα την παραγγελία του Παπούλα. Μου έδειξε με τη μικροδάχτυλη παλάμη του τον Καλλίνσκη και μου είπε:
- Ιδού! Εμπιστεύτηκαν τις Μεραρχίες σε απειροπόλεμους.
- Σε σας έχει ο Αρχιστράτηγος όλη του την εμπιστοσύνη.
Δε νομίζετε ότι σε τόσο κρίσιμες ώρες δεν πρέπει να περισπώμεθα από άλλες σκέψεις;… Όλοι μαζί να σώσουμε την εθνική υπόθεση.
Ο Τσιρογιάννης ήταν Βενιζελικής προελεύσεως. Ο Καλλίνσκης (πολλά χρόνια υπασπιστής του Βασιλέως) ήταν βασιλικός. Οφείλω να πω ότι τη στιγμή εκείνη όρθιος, ευθυτενής, με το ωραίο του παράστημα και την ωραία του φυσιογνωμία, καθώς παρακολουθούσε με τα κιάλια την εξέλιξη της μάχης σε θέση βαλλόμενη από το εχθρικό πυροβολικό, εμφάνισε μια ιπποτική εικόνα παλαιού ευπατρίδη Στρατηγού. Φορούσε κρεμ γάντια, κρεμόταν από το χέρι του ένα μαστίγιο ή μπαστούνι με κοκάλινη λαβή. Τον περιεργάστηκα αρκετή ώρα δεν ξέρω ποιες ήταν οι άλλες στρατιωτικές του αρετές, μα εκείνη τη στιγμή ενσάρκωνε πολύ παραστατικά την περιφρόνηση προς τον κίνδυνο και την ηγετική αταραξία. Θυμάμαι ζωηρά τη σκηνή γιατί με συντάραξε η δυσαρμονία με τον Επιτελάρχη του, εμφανίσας ολοζώντανο μπροστά μου το σαράκι του Εθνικού Διχασμού, που τόσο το μισούσα πάντοτε, το απεχθανόμουν και το καταριόμουν. Το σαράκι, που τόσο έβλαψε την πατρίδα.
Όταν επέστρεψα στο Αρχιστρατηγείο το βρήκα μετακινημένο προς τη δεξιά όχθη του Σαγγαρίου, στο Καβουτζί-Κιουπρί. Αρχή υποχωρήσεως; Βρήκα το Επιτελείο ελαφρώς αναστατωμένο. Έδραμα στη σκηνή του Παπούλα, προς την κατωφέρεια του λοφίσκου. Μαύρα σύννεφα αναδεύονταν στον ουρανό-προμηνύματα φθινοπώρου. Ο Αρχιστράτηγος πολύ στενοχωρημένος. Είχε αναγγελθεί η αυτόβουλη αποχώρηση του Β’ Σώματος Στρατού, του Πρίγκηπα Ανδρέα από το Καλέ Γκρόττο.
- Να μου το κάνει αυτό εμένα ο Αλέκος; Αναφώνησε ο Παπούλας, που τα έπαιρνε και λίγο σαν προσωπικά του όλα.
- Ο Αλέκος; Το παιδί μου;
Εννοούσε τον Επιτελάρχη του Πρίγκηπα Ανδρέα Συνταγματάρχη Αλ. Γαβαλιά, παλιό του υπασπιστή από την Κέρκυρα ακόμα, που είχε διοικήσει το Σύνταγμά της.
- Μα είναι τόσο σοβαρό αυτό που έγινε;
- Σοβαρό; Να υποχωρήσουν αυθαιρέτως; Αν δεν ήταν αδελφός του Βασιλέως θα του αφαιρούσα αμέσως τη διοίκηση και θα τον έστελνα συνοδεία πίσω…
- Στρατηγέ μου, αν αυτό είναι το σωστό θα έπρεπε να το κάνετε πολύ περισσότερο γιατί είναι αδελφός του Βασιλέως! Όχι μόνον για το στράτευμα, για την Πατρίδα, αλλά και για το καλώς εννοούμενο συμφέρον του θρόνου.
Εκείνη την ώρα μπήκε στη σκηνή ο Επιτελάρχης Πάλλης. Κοντοστάθηκε. Ο Παπούλας του είπε:
- Λέγε, Κώστα! Ο Γιώργος είναι σαν παιδί μου. Να του έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη.
Ανέφερε ο Πάλλης ότι ο Γαβαλιάς παρέδωσε υπηρεσία καθώς διετάχθει και έρχεται στο Γενικό Στρατηγείο. Έφτασε πράγματι τη νύχτα με υψηλό πυρετό. Μου φαίνεται πως ήταν φυματικός. Ήταν πάντως αξιωματικός αξίας, κύρους και υπολήψεως.
Οφείλω στο σημείο αυτό να διευκρινίσω, επειδή ανέφερα ορισμένα περιστατικά ανθρώπινης ψυχικής ας πούμε, αδυναμίας, ότι παρακολουθώντας όλη τη δράση του Παπούλα στις επιχειρήσεις του 1921 έμεινα με την εδραία εντύπωση ότι επρόκειτο περί εξαιρετικής στρατιωτικής φυσιογνωμίας. Ήταν εμπειροπόλεμος, γενναίος, ατρόμητος, με αδιάπτωτο, βαρύ διοικητικό κύρος και φωτεινή ηγετική γοητεία. Όταν άρπαζε το τηλέφωνο στο χέρι, όρθιος, ευσταλής, μέσα στο Μικρασιατικό ύπαιθρο και με βροντώδη φωνή πρόσταζε: -Το αξιώ! Στεκόμουν και τον θαύμαζα σαν έναν αρχαίο ή Βυζαντινό Έλληνα στρατηλάτη. Δεν είχε βέβαια, περάσει από στρατιωτικές σχολές, αλλά είχε βγει ατόφιος, ολοσώματος μέσα από τον κορμό, μέσα από τα σπλάχνα του Ελληνικού στρατεύματος. Είχε το ήθος και το πνεύμα του στρατιωτικού ηγήτορα, τον ‘’αέρα’’ του στρατοπέδου και του πολέμου. Θα ‘λεγε κανείς ότι τον είχε ‘’ψήσει’’ η εποποιία και το ολοκαύτωμα της γενέτειράς του, του Μεσολογγίου. Έξω απ’ τις υπηρεσιακές ανάγκες δεν έκανε συντροφιά με τος επιτελείς του, με τους υπασπιστές του. Ζούσε απομονωμένος. Και είχε βρει εμένα να σπάζει λίγο την απομόνωσή του. πόσες φορές στην εκστρατεία, όταν ‘’εν υπαίθρω’’ οι επιτελείς επεξεργάζονταν τους χάρτες και μόρφωναν γνώμη περί του πρακτέου, ο Παπούλας γύριζε και με κοίταζε όταν κατά σύμπτωση πλησίαζα κι εγώ , μου έκλεινε το μάτι χαμογελαστά, κι έλεγε στους επιτελείς του:
- Προσέξτε γιατί θα διαφωνήσω!
Ο Διάδοχος Γεώργιος παραστεκόταν κι αυτός, σιωπηλός, σοβαρός, αυστηρός, ψύχραιμος. Δε θα λησμονήσω ποτέ πόσο άφοβος είχε αποδειχθεί στο Ουζούμπεη, που πήγαν να μας πιάσουν ζωντανούς οι Τούρκοι. Αντιμετωπιστήκαμε, ερχόμενοι από αντίθετες πλευρές, έξω από το χαμόσπιτο του τηλεφωνείου. Και γελαστός μου είπε:
- Αϊ Αθανασιάδη! Σήμερα την έχουμε λίγο άσχημα!
- Νομίζω ο κίνδυνος πέρασε! Απάντησα.
- Τυχεροί σταθήκαμε! Μου είπε.
Σε λίγο άρπαξε το πρώτο αυτοκίνητο που βρήκε και όρμησε μπροστά, αδιαφορώντας αν κάπου εκεί πιο πέρα είχε αιχμαλωτίσει ο Αλπ-Αρσλάν τον Ρωμανό Διογένη πριν από εννιακόσια περίπου χρόνια…